Ψαλμοί
1 · 2 · 3 · 4 · 5 · 6 · 7 · 8 · 9 · 10 · 11 · 12 · 13 · 14 · 15 · 16 · 17 · 18 · 19 · 20 · 21 · 22 · 23 · 24 · 25 · 26 · 27 · 28 · 29 · 30 · 31 · 32 · 33 · 34 · 35 · 36 · 37 · 38 · 39 · 40 · 41 · 42 · 43 · 44 · 45 · 46 · 47 · 48 · 49 · 50 · 51 · 52 · 53 · 54 · 55 · 56 · 57 · 58 · 59 · 60 · 61 · 62 · 63 · 64 · 65 · 66 · 67 · 68 · 69 · 70 · 71 · 72 · 73 · 74 · 75 · 76 · 77 · 78 · 79 · 80 · 81 · 82 · 83 · 84 · 85 · 86 · 87 · 88 · 89 · 90 · 91 · 92 · 93 · 94 · 95 · 96 · 97 · 98 · 99 · 100 · 101 · 102 · 103 · 104 · 105 · 106 · 107 · 108 · 109 · 110 · 111 · 112 · 113 · 114 · 115 · 116 · 117 · 118 · 119 · 120 · 121 · 122 · 123 · 124 · 125 · 126 · 127 · 128 · 129 · 130 · 131 · 132 · 133 · 134 · 135 · 136 · 137 · 138 · 139 · 140 · 141 · 142 · 143 · 144 · 145 · 146 · 147 · 148 · 149 · 150
Ψαλμός 30
1 ΘΑ σε μεγαλύνω, Κύριε· επειδή με ανύψωσες, και δεν ύψωσες τους εχθρούς μου εναντίον μου.
2 Κύριε, ο Θεός μου, βόησα σε σένα, και με θεράπευσες.
3 Κύριε, ανέβασες από τον άδη την ψυχή μου· μου διαφύλαξες τη ζωή, για να μη κατέβω στον λάκκο.
4 Ψαλμωδήστε στον Κύριο, οι όσιοί του, και υμνείτε στην ανάμνηση της αγιοσύνης του.
5 Επειδή, η οργή του διαρκεί μονάχα μία στιγμή· ζωή, όμως, είναι στην ευμένειά του· την εσπέρα μπορεί να συγκατοικήσει κλαυθμός, αλλά το πρωί έρχεται αγαλλίαση.
6 Και εγώ είπα μέσα στην ευτυχία μου: Δεν θα σαλευτώ στον αιώνα·
7 Κύριε, με την ευμένειά σου στερέωσες το βουνό μου. Έκρυψες το πρόσωπό σου, και ταράχτηκα.
8 Σε σένα, Κύριε, έκραξα· και στον Κύριο δεήθηκα.
9 Ποια ωφέλεια είναι στο αίμα μου, αν κατέβω στον λάκκο; μήπως θα σε υμνεί η σκόνη; Θα αναγγέλλει την αλήθεια σου;
10 Άκουσε, Κύριε, και ελέησέ με· Κύριε, γίνε βοηθός μου.
11 Μετέτρεψες σε μένα τον θρήνο μου σε χαρά· έλυσες τον σάκο μου, και με περιέζωσες ευφροσύνη·
12 για να ψαλμωδεί σε σένα η δόξα μου, και να μη σιωπά. Κύριε, ο Θεός μου, θα σε υμνώ στον αιώνα.