Ψαλμοί

1 · 2 · 3 · 4 · 5 · 6 · 7 · 8 · 9 · 10 · 11 · 12 · 13 · 14 · 15 · 16 · 17 · 18 · 19 · 20 · 21 · 22 · 23 · 24 · 25 · 26 · 27 · 28 · 29 · 30 · 31 · 32 · 33 · 34 · 35 · 36 · 37 · 38 · 39 · 40 · 41 · 42 · 43 · 44 · 45 · 46 · 47 · 48 · 49 · 50 · 51 · 52 · 53 · 54 · 55 · 56 · 57 · 58 · 59 · 60 · 61 · 62 · 63 · 64 · 65 · 66 · 67 · 68 · 69 · 70 · 71 · 72 · 73 · 74 · 75 · 76 · 77 · 78 · 79 · 80 · 81 · 82 · 83 · 84 · 85 · 86 · 87 · 88 · 89 · 90 · 91 · 92 · 93 · 94 · 95 · 96 · 97 · 98 · 99 · 100 · 101 · 102 · 103 · 104 · 105 · 106 · 107 · 108 · 109 · 110 · 111 · 112 · 113 · 114 · 115 · 116 · 117 · 118 · 119 · 120 · 121 · 122 · 123 · 124 · 125 · 126 · 127 · 128 · 129 · 130 · 131 · 132 · 133 · 134 · 135 · 136 · 137 · 138 · 139 · 140 · 141 · 142 · 143 · 144 · 145 · 146 · 147 · 148 · 149 · 150

Ψαλμός 55

Στον αρχιμουσικό σε Νεγινώθ· Μασχίλ τού Δαβίδ.

1 ΘΕΕ, δώσε ακρόαση στην προσευχή μου, και μη αποσυρθείς από τη δέησή μου.

2 Πρόσεξε σε μένα, και εισάκουσέ με· λυπούμαι στη μελέτη μου, και ταράζομαι,

3 από τη φωνή τού εχθρού, από την κατάθλιψη του ασεβή· επειδή, ρίχνουν επάνω μου ανομία, και με μισούν με οργή.

4 Η καρδιά μου μέσα μου καταθλίβεται, και φόβος θανάτου έπεσε επάνω μου.

5 Φόβος και τρόμος ήρθε επάνω μου, και φρίκη με σκέπασε.

6 Και είπα: Ποιος να μούδινε φτερά σαν περιστέρι! Θα πετούσα και θα αναπαυόμουν.

7 Να, θα απομακρυνόμουν φεύγοντας, θα διέμενα στην έρημο. (Διάψαλμα).

8 Θα επιτάχυνα τη φυγή μου από την ορμή τού ανέμου, από τη θύελλα.

9 Καταπόντισέ τους, Κύριε· διαίρεσε τις γλώσσες τους· επειδή, στην πόλη είδα καταδυναστεία και φιλονικία.

10 Ημέρα και νύχτα την περικυκλώνουν γύρω από τα τείχη της· και μέσα σ’ αυτή υπάρχει ανομία και κακό·

11 μέσα σ’ αυτή υπάρχει πονηρία· και από τις πλατείες της δεν λείπουν απάτη και δόλος.

12 Επειδή, δεν με περιγέλασε ο εχθρός, που θα τον υπέφερα· δεν σηκώθηκε εναντίον μου εκείνος που με μισεί· τότε, θα κρυβόμουν απ’ αυτόν·

13 αλλά, εσύ, άνθρωπε ομόψυχε, οδηγέ μου, και γνωστέ μου·

14 που συνομιλούσαμε με γλυκύτητα, πηγαίναμε μαζί στον οίκο τού Θεού.

15 Θάνατος ας έρθει επάνω τους· ζωντανοί ας κατέβουν στον άδη· επειδή, μεταξύ τους, στα σπίτια τους, υπάρχουν κακίες.

16 Εγώ θα κράζω στον Θεό, και ο Κύριος θα με σώσει.

17 Εσπέρα, και πρωί, και μεσημέρι θα παρακαλώ, και θα φωνάζω· και θα ακούσει τη φωνή μου.

18 Με ειρήνη θα λυτρώσει την ψυχή μου από τη μάχη, που γίνεται εναντίον μου· επειδή, πολλοί είναι οι ενάντιοι σε μένα.

19 Ο Θεός, που υπάρχει πριν από τους αιώνες, θα εισακούσει, και θα τους ταπεινώσει· (Διάψαλμα)· επειδή, δεν αλλάζουν τρόπο ούτε φοβούνται τον Θεό.

20 Κάθε ένας απλώνει τα χέρια του επάνω σ’ αυτούς που ειρηνεύουν μαζί του· αθετεί τη συνθήκη του.

21 Το στόμα του είναι απαλότερο από βούτυρο, αλλά στην καρδιά του υπάρχει πόλεμος· τα λόγια του είναι μαλακότερα από λάδι, εντούτοις είναι γυμνά ξίφη.

22 Ρίξε επάνω στον Κύριο το φορτίο σου, κι αυτός θα σε ανακουφίσει· δεν θα συγχωρήσει ποτέ να σαλευτεί ο δίκαιος.

23 Αλλά, εσύ, Θεέ, θα τους κατεβάσεις στο πηγάδι τής απώλειας· άνδρες αιμάτων και δολιότητας δεν θα φτάσουν στα μισά των ημερών τους· αλλά, εγώ θα ελπίζω σε σένα.