Kεφάλαια

1 · 2 · 3 · 4 · 5 · 6 · 7 · 8 · 9 · 10 · 11 · 12 · 13 · 14

Ζαχαρίας Κεφ. 11

1 ΛΙΒΑΝΕ, άνοιξε τις θύρες σου, και η φωτιά ας καταφάει τούς κέδρους σου.

2 Ολόλυξε, έλατο, επειδή έπεσε ο κέδρος· επειδή, οι μεγιστάνες αφανίστηκαν· ολολύξτε, βελανιδιές τής Βασάν, επειδή το απλησίαστο δάσος κατακόπηκε.

3 Φωνή ποιμένων [ακούγεται], που θρηνούν· επειδή, η δόξα τους αφανίστηκε· φωνή από βρυχώμενους σκύμνους· επειδή, το φρύαγμα του Ιορδάνη ταπεινώθηκε.

4 Έτσι λέει ο Κύριος ο Θεός μου: Ποίμαινε το ποίμνιο της σφαγής,

5 το οποίο, εκείνοι που το αγόρασαν, το σφάζουν ατιμώρητα· κι αυτοί που το πουλάνε, λένε: Ευλογητός ο Κύριος, επειδή πλούτησα· και οι ίδιοι οι ποιμένες του δεν το λυπούνται.

6 Γι’ αυτό, δεν θα λυπηθώ πλέον τους κατοίκους τού τόπου, λέει ο Κύριος· αλλά, δέστε, εγώ θα παραδώσω τους ανθρώπους, κάθε έναν στο χέρι τού πλησίον του, και στο χέρι τού βασιλιά του, και θα κατακόψουν τη γη, και δεν θα [τους] ελευθερώσω από το χέρι τους.

7 Και ποίμανα το ποίμνιο της σφαγής, το πραγματικά ταλαιπωρημένο ποίμνιο. Και πήρα για τον εαυτό μου δύο ράβδους· τη μία την ονόμασα Ωραιότητα, και την άλλη την ονόμασα Δεσμούς· και ποίμανα το ποίμνιο.

8 Και εξολόθρευσα τρεις βοσκούς σε έναν μήνα· και η ψυχή μου τους βαρέθηκε, και η ψυχή τους με αποστράφηκε.

9 Τότε, είπα: Δεν θα σας ποιμαίνω· αυτό που πεθαίνει, ας πεθαίνει· και το χαμένο, ας χάνεται, κι αυτά που έχουν εναπομείνει, ας τρώνε κάθε ένα τη σάρκα τού πλησίον του.

10 Και πήρα τη ράβδο μου, την Ωραιότητα, και την κατέκοψα, για να ακυρώσω τη διαθήκη μου, που είχα κάνει σε όλους [αυτούς] τους λαούς.

11 Και ακυρώθηκε κατά την ημέρα εκείνη· και έτσι το ταλαιπωρημένο ποίμνιο, που απέβλεπε σε μένα, γνώρισε ότι αυτός [ήταν] ο λόγος τού Κυρίου.

12 Και τους είπα: Αν σας φαίνεται καλό, δώστε [μου] τον μισθό μου· ειδάλλως, αρνηθείτε [τον]. Και έστησαν τον μισθό μου 30 αργύρια.

13 Και ο Κύριος είπε σε μένα: Ρίξ’ τα στον κεραμέα, την πολύτιμη τιμή, με την οποία τιμήθηκα απ’ αυτούς. Και πήρα τα 30 αργύρια και τα έρριξα στον οίκο τού Κυρίου, στον κεραμέα.

14 Και κατέκοψα την άλλη ράβδο μου, τους Δεσμούς, για να ακυρώσω την αδελφότητα ανάμεσα στον Ιούδα και τον Ισραήλ.

15 Και ο Κύριος είπε σε μένα: Πάρε ακόμα για τον εαυτό σου τα εργαλεία του ασύνετου ποιμένα.

16 Επειδή, δες, εγώ θα σηκώσω έναν ποιμένα επάνω στη γη, [ο οποίος] δεν θα επισκέπτεται τα χαμένα, και δεν θα ζητάει το διασκορπισμένο, και δεν θα γιατρεύει το συντριμμένο ούτε θα ποιμαίνει το υγιές· αλλά, θα τρώει τη σάρκα από το παχύ, και θα κατακόβει τα νύχια τους.

17 Αλλοίμονο στον μάταιο ποιμένα, αυτόν που εγκαταλείπει το κοπάδι! Ρομφαία [θάρθει] επάνω στον βραχίονά του, και επάνω στο δεξί του μάτι· ο βραχίονάς του θα ξεραθεί ολοκληρωτικά, και το δεξί του μάτι θα αμαυρωθεί ολοκληρωτικά.