Η υπόσχεση της παρουσίας Του

Β΄ Πέτρου 3

Η παραβολή του χαμένου υιού

Λουκάν 15:11-32

Λουκάν 15:11-32
11Είπε δε: Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους·
12και ο πιο νέος απ' αυτούς είπε στον πατέρα: Πατέρα, δώσ' μου το μέρος τής περιουσίας που μου ανήκει. Και τους μοίρασε τα υπάρχοντά του.
13Και ύστερα από λίγες ημέρες, ο νεότερος γιος, αφού τα μάζεψε όλα, αποδήμησε σε μια μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του, ζώντας άσωτα.
14Και όταν [τα] ξόδεψε όλα, έγινε μεγάλη πείνα σ' εκείνη τη χώρα, κι αυτός άρχισε να στερείται.
15Τότε, πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας· ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του για να βόσκει γουρούνια.
16Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν τα γουρούνια· και κανένας δεν έδινε σ' αυτόν [τίποτε].
17Και αφού ήρθε στον εαυτό του, είπε: Πόσοι μισθωτοί τού πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, και εγώ χάνομαι από την πείνα!
18Αφού σηκωθώ, θα πάω στον πατέρα μου, και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου·
19και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου.
20Και αφού σηκώθηκε, ήρθε στον πατέρα του. Και ενώ ακόμα απείχε μακριά, ο πατέρας του τον είδε, και τον σπλαχνίστηκε· και τρέχοντας, έπεσε επάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησε.
21Και ο γιος είπε σ' αυτόν: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου, και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου.
22Και ο πατέρας είπε στους δούλους του: Φέρτε έξω τη στολή πρώτη, και ντύστε τον, και δώστε [του] δαχτυλίδι στο χέρι του, και υποδήματα στα πόδια.
23Και φέρνοντας το σιτευτό μοσχάρι, σφάξτε το, και αφού φάμε, ας ευφρανθούμε·
24επειδή, αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε. Και άρχισαν να ευφραίνονται.
25Ο πιο μεγάλος του γιος, όμως, ήταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν, [και] πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και χορούς.
26Και προσκαλώντας έναν από τους δούλους, ρωτούσε τι σημαίνουν αυτά.
27Και εκείνος είπε σ' αυτόν ότι: Ήρθε ο αδελφός σου· και ο πατέρας σου έσφαξε το μοσχάρι το σιτευτό, επειδή τον απόλαυσε ξανά υγιή.
28Και οργίστηκε, και δεν ήθελε να μπει μέσα. Βγήκε, λοιπόν, έξω ο πατέρας του, και τον παρακαλούσε.
29Και εκείνος απαντώντας είπε στον πατέρα: Δες, τόσα χρόνια σε δουλεύω, και εντολή σου ποτέ δεν παρέβηκα· και σ' εμένα ποτέ ούτε ένα κατσικάκι δεν μου έδωσες, για να ευφρανθώ μαζί με τους φίλους μου·
30και όταν ήρθε αυτός ο γιος σου, αυτός που κατέφαγε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες γι' αυτόν το μοσχάρι το σιτευτό.
31Και εκείνος του είπε: Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου· και όλα τα δικά μου είναι δικά σου·
32έπρεπε, όμως, να ευφρανθούμε και να χαρούμε, επειδή αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε.

Για το συμφέρον των άλλων

Α΄ Κορινθίους 10:23-11:1

Λουκάν 15:11-32
11Είπε δε: Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους·
12και ο πιο νέος απ' αυτούς είπε στον πατέρα: Πατέρα, δώσ' μου το μέρος τής περιουσίας που μου ανήκει. Και τους μοίρασε τα υπάρχοντά του.
13Και ύστερα από λίγες ημέρες, ο νεότερος γιος, αφού τα μάζεψε όλα, αποδήμησε σε μια μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του, ζώντας άσωτα.
14Και όταν [τα] ξόδεψε όλα, έγινε μεγάλη πείνα σ' εκείνη τη χώρα, κι αυτός άρχισε να στερείται.
15Τότε, πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας· ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του για να βόσκει γουρούνια.
16Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν τα γουρούνια· και κανένας δεν έδινε σ' αυτόν [τίποτε].
17Και αφού ήρθε στον εαυτό του, είπε: Πόσοι μισθωτοί τού πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, και εγώ χάνομαι από την πείνα!
18Αφού σηκωθώ, θα πάω στον πατέρα μου, και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου·
19και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου.
20Και αφού σηκώθηκε, ήρθε στον πατέρα του. Και ενώ ακόμα απείχε μακριά, ο πατέρας του τον είδε, και τον σπλαχνίστηκε· και τρέχοντας, έπεσε επάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησε.
21Και ο γιος είπε σ' αυτόν: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου, και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου.
22Και ο πατέρας είπε στους δούλους του: Φέρτε έξω τη στολή πρώτη, και ντύστε τον, και δώστε [του] δαχτυλίδι στο χέρι του, και υποδήματα στα πόδια.
23Και φέρνοντας το σιτευτό μοσχάρι, σφάξτε το, και αφού φάμε, ας ευφρανθούμε·
24επειδή, αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε. Και άρχισαν να ευφραίνονται.
25Ο πιο μεγάλος του γιος, όμως, ήταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν, [και] πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και χορούς.
26Και προσκαλώντας έναν από τους δούλους, ρωτούσε τι σημαίνουν αυτά.
27Και εκείνος είπε σ' αυτόν ότι: Ήρθε ο αδελφός σου· και ο πατέρας σου έσφαξε το μοσχάρι το σιτευτό, επειδή τον απόλαυσε ξανά υγιή.
28Και οργίστηκε, και δεν ήθελε να μπει μέσα. Βγήκε, λοιπόν, έξω ο πατέρας του, και τον παρακαλούσε.
29Και εκείνος απαντώντας είπε στον πατέρα: Δες, τόσα χρόνια σε δουλεύω, και εντολή σου ποτέ δεν παρέβηκα· και σ' εμένα ποτέ ούτε ένα κατσικάκι δεν μου έδωσες, για να ευφρανθώ μαζί με τους φίλους μου·
30και όταν ήρθε αυτός ο γιος σου, αυτός που κατέφαγε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες γι' αυτόν το μοσχάρι το σιτευτό.
31Και εκείνος του είπε: Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου· και όλα τα δικά μου είναι δικά σου·
32έπρεπε, όμως, να ευφρανθούμε και να χαρούμε, επειδή αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε.

Δαιμονική θρησκεία

Α΄ Κορινθίους 10:14-22

Λουκάν 15:11-32
11Είπε δε: Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους·
12και ο πιο νέος απ' αυτούς είπε στον πατέρα: Πατέρα, δώσ' μου το μέρος τής περιουσίας που μου ανήκει. Και τους μοίρασε τα υπάρχοντά του.
13Και ύστερα από λίγες ημέρες, ο νεότερος γιος, αφού τα μάζεψε όλα, αποδήμησε σε μια μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του, ζώντας άσωτα.
14Και όταν [τα] ξόδεψε όλα, έγινε μεγάλη πείνα σ' εκείνη τη χώρα, κι αυτός άρχισε να στερείται.
15Τότε, πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας· ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του για να βόσκει γουρούνια.
16Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν τα γουρούνια· και κανένας δεν έδινε σ' αυτόν [τίποτε].
17Και αφού ήρθε στον εαυτό του, είπε: Πόσοι μισθωτοί τού πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, και εγώ χάνομαι από την πείνα!
18Αφού σηκωθώ, θα πάω στον πατέρα μου, και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου·
19και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου.
20Και αφού σηκώθηκε, ήρθε στον πατέρα του. Και ενώ ακόμα απείχε μακριά, ο πατέρας του τον είδε, και τον σπλαχνίστηκε· και τρέχοντας, έπεσε επάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησε.
21Και ο γιος είπε σ' αυτόν: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου, και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου.
22Και ο πατέρας είπε στους δούλους του: Φέρτε έξω τη στολή πρώτη, και ντύστε τον, και δώστε [του] δαχτυλίδι στο χέρι του, και υποδήματα στα πόδια.
23Και φέρνοντας το σιτευτό μοσχάρι, σφάξτε το, και αφού φάμε, ας ευφρανθούμε·
24επειδή, αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε. Και άρχισαν να ευφραίνονται.
25Ο πιο μεγάλος του γιος, όμως, ήταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν, [και] πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και χορούς.
26Και προσκαλώντας έναν από τους δούλους, ρωτούσε τι σημαίνουν αυτά.
27Και εκείνος είπε σ' αυτόν ότι: Ήρθε ο αδελφός σου· και ο πατέρας σου έσφαξε το μοσχάρι το σιτευτό, επειδή τον απόλαυσε ξανά υγιή.
28Και οργίστηκε, και δεν ήθελε να μπει μέσα. Βγήκε, λοιπόν, έξω ο πατέρας του, και τον παρακαλούσε.
29Και εκείνος απαντώντας είπε στον πατέρα: Δες, τόσα χρόνια σε δουλεύω, και εντολή σου ποτέ δεν παρέβηκα· και σ' εμένα ποτέ ούτε ένα κατσικάκι δεν μου έδωσες, για να ευφρανθώ μαζί με τους φίλους μου·
30και όταν ήρθε αυτός ο γιος σου, αυτός που κατέφαγε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες γι' αυτόν το μοσχάρι το σιτευτό.
31Και εκείνος του είπε: Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου· και όλα τα δικά μου είναι δικά σου·
32έπρεπε, όμως, να ευφρανθούμε και να χαρούμε, επειδή αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε.
Α΄ Κορινθίους 10:14-22
14Γι' αυτό, αγαπητοί μου, φεύγετε από την ειδωλολατρεία.
15Μιλάω σαν σε φρόνιμους· [αυτό] που λέω κρίνετέ [το] εσείς.
16Το ποτήρι τής ευλογίας, που ευλογούμε, δεν είναι κοινωνία τού αίματος του Χριστού; Ο άρτος, που κόβουμε, δεν είναι κοινωνία τού σώματος του Χριστού;
17Επειδή, ένας άρτος, ένα σώμα είμαστε οι πολλοί· δεδομένου ότι, όλοι από τον έναν άρτο μετέχουμε.
18Βλέπετε τον Ισραήλ κατά σάρκα· αυτοί που τρώνε τις θυσίες, δεν είναι κοινωνοί τού θυσιαστηρίου;
19Τι λέω, λοιπόν; Ότι το είδωλο είναι κάτι; Ή, ότι το ειδωλόθυτο είναι κάτι; Όχι·
20αλλά, εκείνα που θυσιάζουν τα έθνη, τα θυσιάζουν στα δαιμόνια, και όχι στον Θεό· και δεν θέλω, εσείς να γίνεστε κοινωνοί των δαιμονίων.
21Δεν μπορείτε να πίνετε το ποτήρι τού Κυρίου και το ποτήρι των δαιμονίων· δεν μπορείτε να είστε μέτοχοι στο τραπέζι τού Κυρίου και στο τραπέζι των δαιμονίων.
22Ή θέλουμε να διεγείρουμε τον Κύριο σε ζηλοτυπία; Μήπως είμαστε ισχυρότεροι απ' αυτόν;