Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή

Κατά Ιωάννην 11:1-53

Ιωάννην 11:1-53
1ΗΤΑΝ δε κάποιος ασθενής, ο Λάζαρος, από τη Βηθανία, από την κωμόπολη της Μαρίας και της Μάρθας τής αδελφής της.
2(Και η Μαρία ήταν εκείνη που άλειψε τον Κύριο με μύρο και σκούπισε τα πόδια του με τις τρίχες της, της οποίας ο αδελφός της, ο Λάζαρος, ασθενούσε).
3Έστειλαν, λοιπόν, σ' αυτόν οι αδελφές του, λέγοντας: Κύριε, δες, εκείνος που αγαπάς, είναι ασθενής.
4Και όταν ο Ιησούς [το] άκουσε, είπε: Αυτή η ασθένεια δεν είναι προς θάνατο, αλλά υπέρ τής δόξας τού Θεού, για να δοξαστεί ο Υιός τού Θεού διαμέσου αυτής.
5Ο Ιησούς, μάλιστα, αγαπούσε τη Μάρθα και την αδελφή της, και τον Λάζαρο.
6Καθώς, λοιπόν, άκουσε ότι ασθενεί, τότε έμεινε δύο ημέρες ακόμα στον τόπο όπου ήταν.
7Έπειτα, μετά απ' αυτό, λέει στους μαθητές του: Ας πάμε ξανά στην Ιουδαία.
8Οι μαθητές λένε σ' αυτόν: Ραββί, τώρα οι Ιουδαίοι ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν, και πηγαίνεις εκεί ξανά;
9Ο Ιησούς αποκρίθηκε: Δεν είναι δώδεκα οι ώρες τής ημέρας; Αν κάποιος περπατάει κατά την ημέρα, δεν σκοντάφτει, επειδή βλέπει το φως τούτου τού κόσμου·
10αν, όμως, κάποιος περπατάει κατά τη νύχτα, σκοντάφτει, επειδή το φως δεν είναι μέσα του.
11Αυτά είπε, και ύστερα απ' αυτό, τους λέει: Ο Λάζαρος, ο φίλος μας, κοιμήθηκε· αλλά, πηγαίνω για να τον ξυπνήσω.
12Του είπαν, λοιπόν, οι μαθητές του: Κύριε, αν κοιμήθηκε, θα σωθεί.
13Ο Ιησούς, όμως, είχε πει για τον θάνατό του· εκείνοι, όμως, νόμισαν ότι λέει για την κοίμηση του ύπνου.
14Τότε, λοιπόν, ο Ιησούς είπε σ' αυτούς ανοιχτά: Ο Λάζαρος πέθανε.
15Και χαίρομαι για σας, για να πιστέψετε, επειδή δεν ήμουν εκεί· αλλά, ας πάμε σ' αυτόν.
16Και ο Θωμάς, που λέγεται Δίδυμος, είπε προς τους συμμαθητές: Ας πάμε κι εμείς για να πεθάνουμε μαζί του.
17Όταν, λοιπόν, ο Ιησούς ήρθε, τον βρήκε να έχει κιόλας τέσσερις ημέρες μέσα στο μνήμα.
18Και η Βηθανία ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα, απέχοντας περίπου 15 στάδια.
19Και πολλοί από τους Ιουδαίους είχαν έρθει προς τη Μάρθα και τη Μαρία, για να τις παρηγορήσουν για τον αδελφό τους.
20Η Μάρθα, λοιπόν, καθώς άκουσε ότι έρχεται ο Ιησούς, τον προϋπάντησε· ενώ η Μαρία καθόταν στο σπίτι.
21Η Μάρθα, λοιπόν, είπε στον Ιησού: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μου·
22όμως, και τώρα ξέρω ότι, όσα ζητήσεις από τον Θεό, ο Θεός θα σου τα δώσει.
23Ο Ιησούς λέει σ' αυτήν: Ο αδελφός σου θα αναστηθεί.
24Η Μάρθα λέει σ' αυτόν: Ξέρω ότι θα αναστηθεί κατά την ανάσταση στην έσχατη ημέρα.
25Ο Ιησούς είπε σ' αυτήν: Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή· αυτός που πιστεύει σε μένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει.
26Και καθένας που ζει και πιστεύει σε μένα, δεν πρόκειται να πεθάνει στον αιώνα. Το πιστεύεις αυτό;
27Του λέει: Ναι, Κύριε, εγώ πίστεψα ότι, εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός τού Θεού, αυτός που έρχεται στον κόσμο.
28Και όταν [τα] είπε αυτά, πήγε και φώναξε κρυφά την αδελφή της, τη Μαρία, και είπε: Ήρθε ο δάσκαλος, και σε φωνάζει.
29Εκείνη, καθώς [το] άκουσε, σηκώνεται γρήγορα και έρχεται σ' αυτόν.
30(Ο Ιησούς δεν είχε έρθει ακόμα στην κωμόπολη, αλλά ήταν στον τόπο όπου τον προϋπάντησε η Μάρθα).
31Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, που ήσαν μαζί της μέσα στο σπίτι, και την παρηγορούσαν, βλέποντας τη Μαρία ότι σηκώθηκε γρήγορα και βγήκε έξω, την ακολούθησαν, λέγοντας, ότι: Πηγαίνει στο μνήμα, για να κλάψει εκεί.
32Η Μαρία, λοιπόν, καθώς ήρθε όπου ήταν ο Ιησούς, όταν τον είδε, έπεσε στα πόδια του, λέγοντας σ' αυτόν: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μου.
33Και ο Ιησούς, καθώς την είδε να κλαίει, και τους Ιουδαίους, που είχαν έρθει μαζί της, να κλαίνε, στέναξε μέσα στο πνεύμα(···) [του], και ταράχτηκε,
34και είπε: Πού τον βάλατε; Του λένε: Κύριε, έλα και δες.
35Δάκρυσε ο Ιησούς.
36Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, έλεγαν: Δες πόσο τον αγαπούσε.
37Μερικοί, μάλιστα, απ' αυτούς είπαν: Δεν μπορούσε αυτός που άνοιξε τα μάτια τού τυφλού, να κάνει ώστε κι αυτός να μη πεθάνει;
38Ο Ιησούς, λοιπόν, στενάζοντας πάλι μέσα του, έρχεται στο μνήμα. Υπήρχε δε ένα σπήλαιο, και επάνω του ήταν τοποθετημένη μια πέτρα.
39Ο Ιησούς λέει: Σηκώστε την πέτρα. Η αδελφή τού νεκρού, η Μάρθα, λέει σ' αυτόν: Κύριε, μυρίζει ήδη· επειδή, είναι τεσσάρων ημερών.
40Ο Ιησούς λέει σ' αυτήν: Δεν σου είπα ότι, αν πιστέψεις, θα δεις τη δόξα τού Θεού;
41Σήκωσαν, λοιπόν, την πέτρα, όπου ήταν τοποθετημένος ο νεκρός. Και ο Ιησούς, αφού ύψωσε τα μάτια επάνω, είπε: Πατέρα, σε ευχαριστώ, ότι με άκουσες.
42Και εγώ γνώριζα ότι πάντοτε με ακούς· αλλά, για το πλήθος, που στέκεται ολόγυρα, το είπα, για να πιστέψουν ότι εσύ με απέστειλες.
43Και όταν [τα] είπε αυτά, κραύγασε με δυνατή φωνή: Λάζαρε, έλα έξω.
44Και ο πεθαμένος βγήκε έξω, δεμένος τα πόδια και τα χέρια με τα σάβανα· και το πρόσωπό του ήταν ολόγυρα δεμένο με σουδάρι. Ο Ιησούς λέει σ' αυτούς: Λύστε τον, και αφήστε τον να περπατήσει.
45Πολλοί, λοιπόν, από τους Ιουδαίους, που είχαν έρθει στη Μαρία, και είδαν όσα είχε κάνει ο Ιησούς, πίστεψαν σ' αυτόν.
46Μερικοί απ' αυτούς, όμως, πήγαν στους Φαρισαίους, και είπαν σ' αυτούς όσα έκανε ο Ιησούς.
47Οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συγκρότησαν, λοιπόν, συνέδριο, και έλεγαν: Τι κάνουμε; Επειδή, αυτός ο άνθρωπος κάνει πολλά θαύματα.
48Αν τον αφήσουμε έτσι, όλοι θα πιστέψουν σ' αυτόν· και θάρθουν οι Ρωμαίοι και θα αφανίσουν και τον τόπο μας και το έθνος.
49Ένας, μάλιστα, κάποιος απ' αυτούς, ο Καϊάφας, που ήταν αρχιερέας εκείνου τού χρόνου, τους είπε: Εσείς δεν ξέρετε τίποτε·
50ούτε συλλογίζεστε ότι, μας συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος για χάρη τού λαού, και να μη χαθεί ολόκληρο το έθνος.
51Και τούτο δεν το είπε από τον εαυτό του, αλλά επειδή ήταν αρχιερέας εκείνου τού χρόνου, προφήτευσε ότι ο Ιησούς επρόκειτο να πεθάνει χάρη τού έθνους·
52και όχι μονάχα για χάρη τού έθνους, αλλά και για να συγκεντρώσει σε ένα τα διασκορπισμένα παιδιά τού Θεού.
53Από την ημέρα εκείνη, λοιπόν, έκαναν συμβούλιο για να τον θανατώσουν.