Kεφάλαια

1 · 2 · 3 · 4 · 5 · 6 · 7 · 8 · 9 · 10 · 11 · 12 · 13 · 14 · 15 · 16 · 17 · 18 · 19 · 20 · 21 · 22 · 23 · 24 · 25 · 26 · 27 · 28 · 29 · 30 · 31 · 32 · 33 · 34 · 35 · 36 · 37 · 38 · 39 · 40 · 41 · 42 · 43 · 44 · 45 · 46 · 47 · 48 · 49 · 50

Γένεση Κεφ. 20

1 ΚΑΙ ο Αβραάμ κίνησε από εκεί προς τη γη που βρίσκεται προς τα μεσημβρινά, και κατοίκησε ανάμεσα στην Κάδης και στη Σουρ· και παροίκησε στα Γέραρα.

2 Και ο Αβραάμ είπε για τη γυναίκα του τη Σάρρα: Είναι αδελφή μου. Και ο Αβιμέλεχ, ο βασιλιάς των Γεράρων, έστειλε και πήρε τη Σάρρα.

3 Και ο Θεός ήρθε στον Αβιμέλεχ σε όνειρο τη νύχτα, και του είπε: Δες, εσύ πεθαίνεις εξαιτίας τής γυναίκας που πήρες· επειδή, είναι παντρεμένη με άνδρα.

4 Και ο Αβιμέλεχ δεν είχε πλησιάσει σ’ αυτή· και είπε: Κύριε, θα θανάτωνες ένα έθνος, ακόμα και έναν δίκαιο;

5 Αυτός δεν μου είπε: Είναι αδελφή μου; Κι αυτή πάλι, αυτή είπε: Είναι αδελφός μου. Με ευθύτητα της καρδιάς μου, και με καθαρότητα των χεριών μου το έπραξα αυτό.

6 Και ο Θεός είπε σ’ αυτόν σε όνειρο: Κι εγώ γνώρισα ότι με ευθύτητα της καρδιάς σου το έπραξες· γι’ αυτό κι εγώ σε εμπόδισα από το να αμαρτήσεις σε μένα· γι’ αυτό, δεν σε άφησα να την αγγίξεις·

7 τώρα, λοιπόν, απόδωσε τη γυναίκα στον άνθρωπο, επειδή είναι προφήτης· και θα προσευχηθεί για σένα, και θα ζήσεις· αλλά, αν δεν [την] αποδώσεις, να ξέρεις ότι εξάπαντος θα πεθάνεις, εσύ, και όλα όσα έχεις.

8 Και ο Αβιμέλεχ σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, κάλεσε όλους τους δούλους του και μίλησε όλα αυτά τα λόγια σε επήκοό τους· και οι άνθρωποι φοβήθηκαν υπερβολικά.

9 Και ο Αβιμέλεχ κάλεσε τον Αβραάμ και του είπε: Τι μας έκανες; Και ποιο αμάρτημα έκανα σε σένα, ώστε να φέρεις επάνω μου, κι επάνω στο βασίλειό μου, μια μεγάλη αμαρτία; Έκανες σε μένα ένα πράγμα, το οποίο δεν έπρεπε να γίνει.

10 Και ο Αβιμέλεχ είπε στον Αβραάμ: Τι είδες, ώστε να κάνεις αυτό το πράγμα;

11 Και ο Αβραάμ είπε: Επειδή, εγώ είπα: Βέβαια, δεν υπάρχει φόβος Θεού σε τούτο τον τόπο· και θα με θανατώσουν εξαιτίας της γυναίκας μου·

12 κι όμως, στ’ αλήθεια είναι αδελφή μου, θυγατέρα του πατέρα μου, αλλ’ όχι θυγατέρα τής μητέρας μου· και έγινε γυναίκα μου·

13 και όταν ο Θεός με έκανε να βγω έξω από την οικογένεια του πατέρα μου, της είπα: Αυτή τη χάρη θα κάνεις σε μένα· σε κάθε τόπο, όπου αν πάμε, να λες για μένα: Αυτός είναι αδελφός μου.

14 Και ο Αβιμέλεχ πήρε πρόβατα, και βόδια, και δούλους, και δούλες, και τα έδωσε στον Αβραάμ, και απέδωσε σ’ αυτόν τη γυναίκα του τη Σάρρα.

15 Και ο Αβιμέλεχ είπε: Δες, η γη μου μπροστά σου· κατοίκησε όπου σου αρέσει·

16 και στη Σάρρα είπε: Δες, έδωσα 1.000 αργύρια στον αδελφό σου· να, αυτός [είναι] σε σένα σκέπη των ματιών [σου] σε όλους όσους [είναι] μαζί σου και σε όλους [τους άλλους]. [Έτσι] επιπλήχθηκε αυτή.

17 Και ο Αβραάμ προσευχήθηκε στον Θεό· και ο Θεός θεράπευσε τον Αβιμέλεχ, και τη γυναίκα του, και τις θεράπαινές του, και τεκνοποίησαν.

18 Επειδή, 0ο Κύριος είχε κλείσει ολοκληρωτικά κάθε μήτρα στο σπίτι τού Αβιμέλεχ, εξαιτίας της Σάρρας, της γυναίκας τού Αβραάμ.