Kεφάλαια
1 · 2 · 3 · 4 · 5 · 6 · 7 · 8 · 9 · 10 · 11 · 12 · 13 · 14 · 15 · 16 · 17 · 18 · 19 · 20 · 21 · 22 · 23 · 24 · 25 · 26 · 27 · 28 · 29 · 30 · 31 · 32 · 33 · 34 · 35 · 36 · 37 · 38 · 39 · 40 · 41 · 42 · 43 · 44 · 45 · 46 · 47 · 48 · 49 · 50
Γένεση Κεφ. 37
1 ΚΑΙ ο Ιακώβ κατοίκησε στη γη, στην οποία είχε παροικήσει ο πατέρας του, στη γη Χαναάν.
2 Αυτή [είναι] η γενεαλογία τού Ιακώβ: Ο Ιωσήφ, όντας νέος, 17 χρόνων, έβοσκε τα πρόβατα μαζί με τους αδελφούς του, τους γιους τής Βαλλάς, και τους γιους τής Ζελφάς, των γυναικών τού πατέρα του· και ο Ιωσήφ ανέφερε στον πατέρα τους την κακή τους φήμη.
3 Και ο Ισραήλ αγαπούσε τον Ιωσήφ περισσότερο από όλους τους γιους του, επειδή ήταν ο γιος των γηρατειών του· και του έκανε έναν ποικιλόχρωμο χιτώνα.
4 Και βλέποντας οι αδελφοί του, ότι ο πατέρας τους αγαπούσε αυτόν περισσότερο από όλους τους αδελφούς του, τον μίσησαν, και δεν μπορούσαν να του μιλάνε ειρηνικά.
5 Και καθώς ο Ιωσήφ ονειρεύτηκε ένα όνειρο, [το] διηγήθηκε στους αδελφούς του· και τον μίσησαν ακόμα περισσότερο.
6 Και τους είπε: Ακούστε, παρακαλώ, τούτο το όνειρο που ονειρεύτηκα·
7 δέστε, εμείς δέναμε δεμάτια στο μέσον της πεδιάδας· και ξάφνου, σηκώθηκε το δικό μου δεμάτι, και στάθηκε όρθιο· και να, τα δικά σας δεμάτια, αφού περιστράφηκαν, προσκύνησαν το δικό μου δεμάτι.
8 Και οι αδελφοί του είπαν σ’ αυτόν: Βασιλιάς θα γίνεις επάνω σε μας; Ή, θα γίνεις κύριος σε μας; Και τον μίσησαν ακόμα περισσότερο για τα όνειρά του, και για τα λόγια του.
9 Και ονειρεύτηκε και άλλο ένα όνειρο, και το διηγήθηκε στους αδελφούς του· και είπε: Δέστε, ονειρεύτηκα και άλλο ένα όνειρο· και να, ο ήλιος, και το φεγγάρι, και 11 αστέρια με προσκυνούσαν.
10 Και [το] διηγήθηκε στον πατέρα του, και στους αδελφούς του· και τον επέπληξε ο πατέρας του, και του είπε: Τι [είναι] αυτό το όνειρο, που ονειρεύτηκες; Άραγε, θάρθουμε, εγώ και η μητέρα σου, και οι αδελφοί σου, για να σε προσκυνήσουμε μέχρις εδάφους;
11 Και τον φθόνησαν οι αδελφοί του· ο πατέρας του, όμως, φύλαγε τον λόγο.
12 Και οι αδελφοί του πήγαν να βοσκήσουν τα πρόβατα του πατέρα τους στη Συχέμ.
13 Και ο Ισραήλ είπε στον Ιωσήφ: Δεν βόσκουν οι αδελφοί σου στη Συχέμ; Έλα, να σε στείλω σ’ αυτούς. Κι εκείνος τού είπε: Εδώ είμαι.
14 Και του είπε: Πήγαινε, λοιπόν, να δεις, αν είναι καλά οι αδελφοί σου, και καλά τα πρόβατα, και να μου φέρεις είδηση. Και τον έστειλε από την κοιλάδα τής Χεβρών· και ήρθε στη Συχέμ.
15 Και τον βρήκε κάποιος άνθρωπος, ενώ περιπλανιόταν στην πεδιάδα· και ο άνθρωπος τον ρώτησε, λέγοντας: Τι ζητάς;
16 Κι εκείνος είπε: Τους αδελφούς μου ζητάω· πες μου, παρακαλώ, πού βόσκουν.
17 Και ο άνθρωπος είπε: Αναχώρησαν από εδώ· επειδή, τους άκουσα να λένε: Ας πάμε στη Δωθάν. Και ο Ιωσήφ πήγε ακολουθώντας την πορεία των αδελφών του, και τους βρήκε στη Δωθάν.
18 Κι εκείνοι μόλις τον είδαν από μακριά, πριν τους πλησιάσει, έκαναν συμβούλιο εναντίον του να τον φονεύσουν.
19 Και ο ένας είπε στον άλλον: Να, έρχεται εκείνος ο κύριος των ονείρων·
20 ελάτε, λοιπόν, τώρα, και ας τον φονεύσουμε, και ας τον ρίξουμε σε έναν από τους λάκκους· και θα πούμε: Ένα κακό θηρίο τον κατέφαγε· και θα δούμε, τι θα γίνουν τα όνειρά του.
21 Και όταν ο Ρουβήν [το] άκουσε, τον ελευθέρωσε από τα χέρια τους, λέγοντας: Ας μη του βλάψουμε τη ζωή.
22 Και ο Ρουβήν είπε σ’ αυτούς: Μη χύσετε αίμα· ρίξτε τον σε τούτο τον λάκκο, που είναι μέσα στην έρημο, και μη βάλετε χέρι επάνω του· για να τον ελευθερώσει από τα χέρια τους, [και] να τον αποδώσει στον πατέρα του.
23 Όταν, λοιπόν, ο Ιωσήφ ήρθε στους αδελφούς του, ξέντυσαν τον Ιωσήφ [από] τον χιτώνα του, τον ποικιλόχρωμο χιτώνα, που ήταν επάνω του·
24 και παίρνοντάς τον, τον έρριξαν στον λάκκο· και ο λάκκος [ήταν] άδειος· δεν είχε νερό.
25 Έπειτα, κάθησαν να φάνε ψωμί, και σηκώνοντας τα μάτια τους είδαν· και ξάφνου, μία συνοδεία από Ισμαηλίτες ερχόταν από τη Γαλαάδ, μαζί με τις καμήλες τους, φορτωμένες αρώματα και βάλσαμο και μύρο, και πορεύονταν να τα φέρουν κάτω στην Αίγυπτο.
26 Και ο Ιούδας είπε στους αδελφούς του: Ποια η ωφέλεια αν φονεύσουμε τον αδελφό μας, και κρύψουμε το αίμα του;
27 Ελάτε και ας τον πουλήσουμε στους Ισμαηλίτες· και ας μη βάλουμε τα χέρια μας επάνω του· επειδή, αδελφός μας και σάρκα μας είναι. Και οι αδελφοί του υπάκουσαν.
28 Κι ενώ διάβαιναν οι Μαδιανίτες έμποροι, ανέσυραν κι ανέβασαν τον Ιωσήφ από τον λάκκο, και πούλησαν τον Ιωσήφ για 20 αργύρια στους Ισμαηλίτες· κι εκείνοι έφεραν τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο.
29 Και ο Ρουβήν επέστρεψε στον λάκκο, και να, ο Ιωσήφ δεν [ήταν] στον λάκκο· και ξέσχισε τα ενδύματά του.
30 Και επέστρεψε στους αδελφούς του, και είπε: Το παιδί δεν [υπάρχει]· κι εγώ, εγώ πού να πάω;
31 Τότε, πήραν τον χιτώνα τού Ιωσήφ, και έσφαξαν ένα κατσικάκι από τις κατσίκες, και έβαψαν τον χιτώνα στο αίμα·
32 και έστειλαν τον ποικιλόχρωμο χιτώνα, και τον έφεραν στον πατέρα τους, και είπαν: Βρήκαμε αυτόν· κοίταξε, τώρα, αν είναι ο χιτώνας τού γιου σου ή όχι.
33 Κι εκείνος τον γνώρισε, και είπε: Ο χιτώνας τού γιου μου [είναι]· ένα κακό θηρίο τον κατέφαγε· κατασπαράχθηκε ολόκληρος ο Ιωσήφ.
34 Και ο Ιακώβ ξέσχισε τα ενδύματά του, και έβαλε σάκο στη μέση του, και πένθησε τον γιο του πολλές ημέρες.
35 Και σηκώθηκαν όλοι οι γιοι του, και όλες οι θυγατέρες του, για να τον παρηγορήσουν· αλλά, δεν ήθελε να παρηγορηθεί, λέγοντας ότι: Πενθώντας θα κατέβω προς τον γιο μου στον τάφο. Και ο πατέρας του τον έκλαψε.
36 Και οι Μαδιανίτες τον πούλησαν στην Αίγυπτο, στον Πετεφρή, έναν αυλικό τού Φαραώ, τον άρχοντα των σωματοφυλάκων.