Kεφάλαια

1 · 2 · 3 · 4 · 5 · 6 · 7 · 8 · 9 · 10 · 11 · 12 · 13 · 14 · 15 · 16 · 17 · 18 · 19 · 20 · 21 · 22 · 23 · 24

Β΄ Σαμουήλ Κεφ. 24

1 ΚΑΙ εξάφθηκε ξανά η οργή τού Κυρίου ενάντια στον Ισραήλ, και ​διέγειρε τον Δαβίδ εναντίον τους για να πει: Πήγαινε, απαρίθμησε τον Ισραήλ και τον Ιούδα.

2 Και ο βασιλιάς είπε στον Ιωάβ, τον αρχηγό τού στρατού, που [ήταν] μαζί του: Πέρασε μέσα από όλες τις φυλές τού Ισραήλ, από τη Δαν μέχρι τη Βηρ-σαβεέ, και απαρίθμησε τον λαό, για να μάθω τον αριθμό του λαού.

3 Και ο Ιωάβ είπε στον βασιλιά: Είθε ο Κύριος ο Θεός σου να προσθέσει στον λαό 100 φορές από ό,τι είναι, και να δουν τα μάτια τού κυρίου μου του βασιλιά· όμως, γιατί ο κύριός μου ο βασιλιάς επιθυμεί αυτό το πράγμα;

4 Ο λόγος, όμως, του βασιλιά υπερίσχυσε επάνω στον Ιωάβ, κι επάνω στους αρχηγούς τού στρατού· και βγήκε ο Ιωάβ, και οι αρχηγοί τού στρατού μπροστά από τον βασιλιά, για να απαριθμήσουν τον λαό, τον Ισραήλ.

5 Και πέρασαν τον Ιορδάνη, και στρατοπέδευσαν στην Αροήρ, στα δεξιά τής πόλης, που ήταν στο μέσον τής φάραγγας Γαδ, και στην Ιαζήρ.

6 Έπειτα, ήρθαν και στη Γαλαάδ, και στη γη Ταχτίμ-οδσεί· και ήρθαν στη Δαν-ιαάν, και ολόγυρα, μέχρι τη Σιδώνα·

7 και ήρθαν στο φρούριο της Τύρου, και σε όλες τις πόλεις των Ευαίων και των Χαναναίων· και βγήκαν προς το νότιο μέρος τού Ιούδα, στη Βηρ-σαβεέ.

8 Και αφού περιόδευσαν ολόκληρη τη γη, ήρθαν στην Ιερουσαλήμ, στο τέλος εννιά μηνών και είκοσι ημερών.

9 Και ο Ιωάβ έδωσε στον βασιλιά το σύνολο της απαρίθμησης του λαού· και ο Ισραήλ ήσαν 800.000 άνδρες δύναμης που έσερναν ρομφαία· και οι άνδρες τού Ιούδα 500.000.

10 Και η καρδιά τού Δαβίδ τον χτύπησε, αφού είχε απαριθμήσει τον λαό. Και ο Δαβίδ είπε στον Κύριο: Αμάρτησα υπερβολικά, πράττοντας αυτό το πράγμα· και, τώρα, σε παρακαλώ, Κύριε, αφαίρεσε την ανομία τού δούλου σου, επειδή μωράθηκα υπερβολικά.

11 Και όταν ο Δαβίδ σηκώθηκε το πρωί, ήρθε ο λόγος του Κυρίου στον Γαδ τον προφήτη, που [ήταν] αυτός που έβλεπε για τον Δαβίδ, λέγοντας:

12 Πήγαινε, και πες στον Δαβίδ: Έτσι λέει ο Κύριος· τρία [πράγματα] βάζω εγώ μπροστά σε σένα· διάλεξε για τον εαυτό σου ένα απ’ αυτά, και θα σου [το] κάνω.

13 Ήρθε, λοιπόν, ο Γαδ στον Δαβίδ, και του ανήγγειλε, και του είπε: [Θέλεις] νάρθουν επάνω σου επτά χρόνια πείνας, επάνω στη γη σου; Ή, τρεις μήνες να φεύγεις μπροστά από τους εχθρούς σου, και να σε καταδιώκουν; Ή, τρεις ημέρες να υπάρχει θανατικό στη γη σου; Τώρα, σκέψου, και δες ποια απάντηση θα φέρω σ’ αυτόν που με έστειλε.

14 Και ο Δαβίδ είπε στον Γαδ: [Από παντού] μού είναι στενά σε υπερβολικό βαθμό· ας πέσω, λοιπόν, στο χέρι τού Κυρίου, επειδή [είναι] πολλοί οι οικτιρμοί του· σε χέρι, όμως, ανθρώπου ας μη πέσω.

15 Έστειλε, λοιπόν, ο Κύριος θανατικό επάνω στον Ισραήλ, από το πρωί μέχρι τον διορισμένο καιρό· και πέθαναν από τον λαό, από τη Δαν μέχρι τη Βηρ-σαβεέ, 70.000 άνδρες.

16 Και όταν ο άγγελος άπλωσε το χέρι του ενάντια στην Ιερουσαλήμ, για να την καταστρέψει, ο Κύριος μεταμελήθηκε για το κακό, και είπε στον άγγελο που έκανε τη φθορά μέσα στον λαό: Αρκεί ήδη· απόσυρε το χέρι σου. Και ο άγγελος του Κυρίου ήταν κοντά στο αλώνι τού Ορνά τού Ιεβουσαίου.

17 Και ο Δαβίδ μίλησε στον Κύριο, όταν είδε τον άγγελο, εκείνον που θανάτωνε τον λαό, και είπε: Να, εγώ αμάρτησα, και εγώ ανόμησα· αυτά, όμως, τα πρόβατα, τι έκαναν; Εναντίον μου, λοιπόν, ας είναι το χέρι σου, και εναντίον της οικογένειας του πατέρα μου.

18 Και ο Γαδ ήρθε εκείνη την ημέρα στον Δαβίδ, και του είπε: Ανέβα, στήσε ένα θυσιαστήριο στον Κύριο μέσα στο αλώνι τού Ορνά τού Ιεβουσαίου.

19 Και ο Δαβίδ ανέβηκε σύμφωνα με τον λόγο τού Γαδ, καθώς ο Κύριος είχε προστάξει.

20 Και ο Ορνά σήκωσε το βλέμμα του, και είδε τον βασιλιά και τους δούλους του να έρχονται σ’ αυτόν· και ο Ορνά βγήκε και προσκύνησε τον βασιλιά με το πρόσωπό του μέχρι το έδαφος.

21 Και ο Ορνά είπε: Γιατί ήρθε ο κύριός μου ο βασιλιάς στον δούλο του; Και ο Δαβίδ είπε: Για να αγοράσω από σένα το αλώνι, ώστε να οικοδομήσω ένα θυσιαστήριο στον Κύριο, και να σταματήσει η πληγή από τον λαό.

22 Και ο Ορνά είπε στον Δαβίδ: Ας πάρει ο κύριός μου ο βασιλιάς, και ας προσφέρει σε θυσία ό,τι [φαίνεται] αρεστό στα μάτια του· να, τα βόδια για ολοκαύτωμα, και τα αλωνικά εργαλεία και τα εργαλεία των βοδιών για ξύλα.

23 Ο Ορνά τα έδωσε όλα, [σαν] βασιλιάς σε βασιλιά. Και ο Ορνά είπε στον βασιλιά: Ο Κύριος ο Θεός σου είθε να ευαρεστηθεί σε σένα!

24 Και ο βασιλιάς είπε στον Ορνά: Όχι, αλλά θα το αγοράσω με αντιπληρωμή, οπωσδήποτε· επειδή, δεν θα προσφέρω ολοκαυτώματα στον Κύριο τον Θεό μου δωρεάν. Και ο Δαβίδ αγόρασε το αλώνι και τα βόδια για 50 σίκλους ασήμι.

25 Και ο Δαβίδ οικοδόμησε εκεί θυσιαστήριο στον Κύριο, και πρόσφερε ολοκαυτώματα και ειρηνικές προσφορές. Και ο Κύριος εξιλεώθηκε προς τη γη, και η πληγή σταμάτησε από τον Ισραήλ.