Kεφάλαια
1 · 2 · 3 · 4 · 5 · 6 · 7 · 8 · 9 · 10 · 11 · 12 · 13 · 14 · 15 · 16 · 17 · 18 · 19 · 20 · 21 · 22
Α΄ Βασιλέων Κεφ. 19
1 ΚΑΙ ο Αχαάβ ανήγγειλε στην Ιεζάβελ όλα όσα έκανε ο Ηλίας, και με ποιον τρόπο θανάτωσε με ρομφαία όλους τούς προφήτες.
2 Και η Ιεζάβελ έστειλε έναν μηνυτή στον Ηλία, λέγοντας: Έτσι να κάνουν οι θεοί και έτσι να προσθέσουν, αν αύριο αυτή περίπου την ώρα δεν κάνω τη ζωή σου σαν τη ζωή ενός από εκείνους.
3 Και επειδή φοβήθηκε, σηκώθηκε, και αναχώρησε χάρη τής ζωής του, και ήρθε στη Βηρ-σαβεέ, που είναι στον Ιούδα, και άφησε εκεί τον υπηρέτη του.
4 Κι αυτός πήγε στην έρημο μιας ημέρας δρόμο, και ήρθε και κάθησε κάτω από μια άρκευθο· και επιθύμησε μέσα του να πεθάνει, και είπε: Αρκεί· τώρα, Κύριε, πάρε την ψυχή μου, επειδή δεν είμαι καλύτερος από τους πατέρες μου.
5 Και αφού πλάγιασε, αποκοιμήθηκε κάτω από μια άρκευθο, και ξάφνου, ένας άγγελος τον άγγιξε, και του είπε: Σήκω, φάε.
6 Και κοίταξε προς τα πάνω, και να, κοντά στο κεφάλι του υπήρχε ψωμί, ψημένο επάνω σε καυτές πέτρες, και δοχείο με νερό. Και έφαγε και ήπιε, και ξαναπλάγιασε.
7 Και ο άγγελος του Κυρίου γύρισε για δεύτερη φορά, και τον άγγιξε, και είπε: Σήκω, φάε· επειδή, είναι μεγάλος ο δρόμος για σένα.
8 Και αφού σηκώθηκε, έφαγε και ήπιε, και με τη δύναμη εκείνης της τροφής οδοιπόρησε 40 ημέρες και 40 νύχτες, μέχρι το Χωρήβ, το βουνό τού Θεού.
9 Και μπήκε εκεί σε ένα σπήλαιο, και έκανε ένα κατάλυμα· και να, λόγος τού Κυρίου ήρθε σ’ αυτόν, και του είπε: Τι κάνεις εδώ, Ηλία;
10 Κι εκείνος είπε: Στάθηκα στο έπακρον ζηλωτής τού Κυρίου, του Θεού των δυνάμεων· επειδή, οι γιοι Ισραήλ εγκατέλειψαν τη διαθήκη σου, κατέστρεψαν τα θυσιαστήριά σου, και θανάτωσαν τους προφήτες σου με ρομφαία· κι εγώ εναπέμεινα μόνος· και ζητούν τη ζωή μου, για να την αφαιρέσουν.
11 Και είπε: Βγες έξω, και στάσου επάνω στο βουνό, μπροστά στον Κύριο. Και να, ο Κύριος διάβαινε, και δυνατός άνεμος έσχιζε τα βουνά, και έσπαζε τους βράχους μπροστά από τον Κύριο· ο Κύριος δεν ήταν μέσα στον άνεμο· και ύστερα από τον άνεμο, σεισμός· ο Κύριος δεν ήταν μέσα στον σεισμό·
12 και ύστερα από τον σεισμό, φωτιά· ο Κύριος δεν ήταν μέσα στη φωτιά· και μετά τη φωτιά, ήχος λεπτού αέρα.
13 Και καθώς ο Ηλίας [τον] άκουσε, σκέπασε το πρόσωπό του με τη μηλωτή του, και βγήκε έξω, και στάθηκε στην είσοδο της σπηλιάς. Και να, ακούστηκε σ’ αυτόν μια φωνή, που έλεγε: Τι κάνεις εδώ, Ηλία;
14 Και είπε: Στάθηκα στο έπακρον ζηλωτής τού Κυρίου των δυνάμεων· επειδή, οι γιοι Ισραήλ εγκατέλειψαν τη διαθήκη σου, κατέστρεψαν τα θυσιαστήριά σου, και θανάτωσαν τους προφήτες σου με ρομφαία· και εγώ εναπέμεινα μόνος· και ζητούν τη ζωή μου, για να την αφαιρέσουν.
15 Και ο Κύριος του είπε: Πήγαινε, γύρνα πίσω στον δρόμο σου, στην έρημο της Δαμασκού· και όταν έρθεις, χρίσε τον Αζαήλ βασιλιά επάνω στη Συρία·
16 και τον Ιηού, τον γιο τού Νιμσί, θα τον χρίσεις βασιλιά επάνω στον Ισραήλ· και τον Ελισσαιέ, τον γιο τού Σαφάτ, από την Αβέλ-μεολά, θα τον χρίσεις προφήτη αντί για σένα·
17 Και θα συμβεί, ώστε αυτός που θα διασωθεί από τη ρομφαία τού Αζαήλ, θα τον θανατώσει ο Ιηού· κι αυτός που θα διασωθεί από τη ρομφαία τού Ιηού, θα τον θανατώσει ο Ελισσαιέ·
18 άφησα, όμως, στον Ισραήλ 7.000, όλα τα γόνατα όσα δεν έκλιναν στον Βάαλ, και κάθε στόμα που δεν τον φίλησε.
19 Και αφού αναχώρησε από εκεί, βρήκε τον Ελισσαιέ, τον γιο τού Σαφάτ, καθώς όργωνε [με] 12 ζευγάρια [βόδια] μπροστά του, ενώ αυτός ήταν στο 12ο· και ο Ηλίας πέρασε από κοντά του, και έρριξε επάνω του τη μηλωτή του.
20 Κι εκείνος άφησε τα βόδια, και έτρεξε πίσω από τον Ηλία, και είπε: Ας φιλήσω, παρακαλώ, τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, και τότε θα σε ακολουθήσω. Και του είπε: Πήγαινε, γύρνα πίσω· επειδή, τι σου έκανα;
21 Και στράφηκε από πίσω του, και πήρε ένα ζευγάρι βόδια, τα έσφαξε, και έψησε το κρέας τους με τα εργαλεία των βοδιών, και έδωσε στον λαό, και έφαγαν. Τότε, αφού σηκώθηκε, πήγε πίσω από τον Ηλία, και τον υπηρετούσε.