Kεφάλαια
1 · 2 · 3 · 4 · 5 · 6 · 7 · 8 · 9 · 10 · 11 · 12 · 13 · 14 · 15 · 16 · 17 · 18 · 19 · 20 · 21 · 22
Α΄ Βασιλέων Κεφ. 22
1 ΚΑΙ πέρασαν τρία χρόνια χωρίς πόλεμο ανάμεσα στη Συρία και τον Ισραήλ.
2 Και κατά τον τρίτο χρόνο, ο Ιωσαφάτ, ο βασιλιάς τού Ιούδα, κατέβηκε προς τον βασιλιά τού Ισραήλ.
3 Και ο βασιλιάς τού Ισραήλ είπε στους δούλους του: Ξέρετε ότι η Ραμώθ-γαλαάδ [είναι] δική μας, κι εμείς σιωπούμε στο να την πάρουμε από το χέρι τού βασιλιά τής Συρίας;
4 Και είπε στον Ιωσαφάτ: Έρχεσαι μαζί μου για να πολεμήσουμε τη Ραμώθ-γαλαάδ; Και ο Ιωσαφάτ είπε στον βασιλιά τού Ισραήλ: Εγώ [είμαι] όπως κι εσύ, ο λαός μου όπως ο λαός σου, τα άλογά μου όπως τα άλογά σου.
5 Και ο Ιωσαφάτ είπε στον βασιλιά τού Ισραήλ: Ρώτησε, παρακαλώ, τον λόγο τού Κυρίου σήμερα.
6 Και ο βασιλιάς τού Ισραήλ συγκέντρωσε τους προφήτες, περίπου 400 άνδρες, και τους είπε: Να πάω εναντίον της Ραμώθ-γαλαάδ να πολεμήσω ή να απέχω; Κι εκείνοι είπαν: Ανέβα, και ο Κύριος θα [την] παραδώσει στο χέρι τού βασιλιά.
7 Και ο Ιωσαφάτ είπε: Δεν υπάρχει εδώ ακόμα ένας προφήτης τού Κυρίου, για να τον ρωτήσουμε;
8 Και ο βασιλιάς τού Ισραήλ είπε στον Ιωσαφάτ: [Υπάρχει] ακόμα κάποιος άνθρωπος, ο Μιχαϊας, ο γιος τού Ιεμλά, διαμέσου του οποίου μπορούμε να ρωτήσουμε τον Κύριο· όμως, τον μισώ· επειδή, δεν προφητεύει καλό για μένα, αλλά κακό. Και ο Ιωσαφάτ είπε: Ας μη μιλάει έτσι ο βασιλιάς.
9 Και ο βασιλιάς τού Ισραήλ κάλεσε έναν ευνούχο, και είπε: Βιάσου [να φέρεις] τον Μιχαϊα, τον γιο τού Ιεμλά.
10 Και ο βασιλιάς τού Ισραήλ και ο Ιωσαφάτ, ο βασιλιάς τού Ιούδα, κάθονταν, κάθε ένας στον θρόνο του, ντυμένοι [με] στολές, σε έναν ανοιχτό τόπο, προς την είσοδο της πύλης τής Σαμάρειας· και όλοι οι προφήτες προφήτευαν μπροστά τους.
11 Και ο Σεδεκίας, ο γιος τού Χαναανά, είχε κάνει για τον εαυτό του σιδερένια κέρατα· και είπε: Έτσι λέει ο Κύριος: Με τούτα θα κερατίσεις τους Συρίους, μέχρις ότου τους συντελέσεις.
12 Και όλοι οι προφήτες προφήτευαν με τον ίδιο τρόπο, λέγοντας: Ανέβα στη Ραμώθ-γαλαάδ, και να ευοδώνεσαι· επειδή, ο Κύριος θα την παραδώσει στο χέρι τού βασιλιά.
13 Και ο μηνυτής, που πήγε να καλέσει τον Μιχαϊα, του είπε, λέγοντας: Δες, τώρα, τα λόγια των προφητών με ένα στόμα [φανερώνουν] καλό για τον βασιλιά· ο λόγος σου, λοιπόν, ας είναι όπως ο λόγος ενός από εκείνους, και μίλησε το καλό.
14 Και ο Μιχαϊας είπε: Ζει ο Κύριος, ό,τι μου πει ο Κύριος, αυτό θα μιλήσω.
15 Ήρθε, λοιπόν, στον βασιλιά. Και ο βασιλιάς είπε σ’ αυτόν: Μιχαϊα, να πάμε στη Ραμώθ-γαλαάδ για να πολεμήσουμε ή να απέχουμε; Κι εκείνος του απάντησε: Να ανέβεις, και να ευοδώνεσαι· επειδή, ο Κύριος θα [την] παραδώσει στο χέρι τού βασιλιά.
16 Και ο βασιλιάς είπε σ’ αυτόν: Μέχρι πόσες φορές θα σε ορκίζω, να μη μου λες παρά την αλήθεια στο όνομα του Κυρίου;
17 Κι εκείνος είπε: Είδα ολόκληρο τον Ισραήλ διασκορπισμένον επάνω στα βουνά, σαν πρόβατα που δεν έχουν ποιμένα. Και ο Κύριος είπε: Αυτοί δεν έχουν κύριο, ας γυρίσουν κάθε ένας στο σπίτι του με ειρήνη.
18 Και ο βασιλιάς τού Ισραήλ είπε στον Ιωσαφάτ. Δεν σου είπα ότι δεν θα προφητεύσει καλό για μένα, αλλά κακό;
19 Και [ο Μιχαϊας] είπε: Άκουσε τον λόγο τού Κυρίου. Είδα τον Κύριο να κάθεται επάνω στον θρόνο του, και ολόκληρη τη στρατιά τού ουρανού να παραστέκεται γύρω απ’ αυτόν, από τα δεξιά του, και από τα αριστερά του.
20 Και ο Κύριος είπε: Ποιος θα απατήσει τον Αχαάβ, ώστε να ανέβει και να πέσει στη Ραμώθ-γαλαάδ; Και ο μεν ένας είπε έτσι, ο δε άλλος είπε έτσι.
21 Και βγήκε το πνεύμα, και στάθηκε μπροστά στον Κύριο, και είπε: Εγώ θα τον απατήσω.
22 Και ο Κύριος είπε σ’ αυτό: Με ποιον τρόπο; Και είπε: Θα βγω, και θα είμαι πνεύμα ψέματος στο στόμα όλων των προφητών του. Και ο Κύριος είπε: Θα απατήσεις, κι ακόμα θα κατορθώσεις· βγες, και κάνε έτσι.
23 Τώρα, λοιπόν, δες, ο Κύριος έβαλε πνεύμα ψέματος στο στόμα όλων αυτών των προφητών σου, και ο Κύριος μίλησε κακό για σένα.
24 Τότε, ο Σεδεκίας, ο γιος τού Χαναανά, αφού πλησίασε, ράπισε τον Μιχαϊα επάνω στο σαγόνι, και είπε: Από ποιον δρόμο πέρασε το Πνεύμα τού Κυρίου από μένα, για να μιλήσει σε σένα;
25 Και ο Μιχαϊας είπε: Πρόσεξε, θα δεις, κατά την ημέρα που θα μπαίνεις από ταμείο σε ταμείο για να κρυφτείς.
26 Και ο βασιλιάς του Ισραήλ είπε: Πιάστε τον Μιχαϊα, και ξαναφέρτε τον στον Αμών, τον άρχοντα της πόλης, και στον Ιωάς, τον γιο τού βασιλιά·
27 και πείτε: Έτσι λέει ο βασιλιάς: Τούτον βάλτε [τον] στη φυλακή, και τρέφετέ τον με ψωμί θλίψης, και με νερό θλίψης, μέχρις ότου γυρίσω με ειρήνη.
28 Και ο Μιχαϊας είπε: Αν πραγματικά γυρίσεις με ειρήνη, τότε ο Θεός δεν μίλησε μέσα από μένα. Και είπε: Ακούστε εσείς, όλοι οι λαοί.
29 Και ανέβηκε ο βασιλιάς τού Ισραήλ, και ο Ιωσαφάτ, ο βασιλιάς τού Ιούδα, στη Ραμώθ-γαλαάδ.
30 Και ο βασιλιάς τού Ισραήλ είπε στον Ιωσαφάτ: Εγώ θα μετασχηματιστώ, και θα μπω μέσα στη μάχη· εσύ ντύσου τη στολή σου. Και ο βασιλιάς τού Ισραήλ μετασχηματίστηκε, και μπήκε μέσα στη μάχη.
31 Κι ο βασιλιάς τής Συρίας είχε προστάξει τους 32 αμαξάρχες του, λέγοντας: Μη πολεμάτε ούτε μικρόν ούτε μεγάλον, αλλά μονάχα τον βασιλιά τού Ισραήλ.
32 Και καθώς οι αμαξάρχες είδαν τον Ιωσαφάτ, είπαν τότε αυτοί: Σίγουρα, αυτός είναι ο βασιλιάς τού Ισραήλ. Και περιστράφηκαν για να τον πολεμήσουν· αλλ’ ο Ιωσαφάτ αναβόησε.
33 Και οι αμαξάρχες, βλέποντας ότι δεν ήταν ο βασιλιάς τού Ισραήλ, γύρισαν από την καταδίωξή του.
34 Κάποιος άνθρωπος, όμως, καθώς τόξευσε άσκοπα, χτύπησε τον βασιλιά τού Ισραήλ ανάμεσα στις αρθρώσεις του θώρακος· κι εκείνος είπε στον ηνίοχό του: Στρέψε το χέρι σου, και βγάλε με από το στρατόπεδο· επειδή, πληγώθηκα.
35 Και η μάχη μεγάλωσε εκείνη την ημέρα· και ο βασιλιάς στεκόταν επάνω στην άμαξα απέναντι από τους Συρίους, και προς την εσπέρα πέθανε· και το αίμα του έρρεε από την πληγή στο κοίλωμα της άμαξας.
36 Και γύρω στη δύση τού ήλιου έγινε διακήρυξη στο στρατόπεδο, που έλεγε: Κάθε ένας [ας πάει] στην πόλη του, και κάθε ένας [ας πάει] στον τόπο του.
37 Και ο βασιλιάς πέθανε, και μεταφέρθηκε στη Σαμάρεια· και έθαψαν τον βασιλιά στη Σαμάρεια.
38 Και έπλυναν την άμαξα στο υδροστάσιο στη Σαμάρεια· έπλυναν ακόμα και τα όπλα του· και οι σκύλοι έγλειψαν το αίμα του, σύμφωνα με τον λόγο τού Κυρίου, που είχε μιλήσει.
39 Και οι υπόλοιπες πράξεις τού Αχαάβ, και όλα όσα έκανε, και το ελεφάντινο παλάτι, που έκτισε και όλες οι πόλεις που έκτισε, δεν είναι γραμμένα στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων τού Ισραήλ;
40 Και ο Αχαάβ κοιμήθηκε μαζί με τους πατέρες του, και αντ’ αυτού βασίλευσε ο Οχοζίας, ο γιος του.
41 ΚΑΙ ο Ιωσαφάτ, ο γιος τού Ασά, βασίλευσε επάνω στον Ιούδα, τον τέταρτο χρόνο τού Αχαάβ, βασιλιά τού Ισραήλ.
42 Ο Ιωσαφάτ ήταν ηλικίας 35 χρόνων όταν βασίλευσε· και βασίλευσε 25 χρόνια στην Ιερουσαλήμ· και το όνομα της μητέρας του ήταν Αζουβά, θυγατέρα τού Σιλεϊ.
43 Και περπάτησε σε όλους τους δρόμους τού Ασά τού πατέρα του· δεν ξέκλινε απ’ αυτούς, κάνοντας το ευθύ μπροστά στον Κύριο.
44 Οι ψηλοί τόποι, όμως, δεν αφαιρέθηκαν· ο λαός θυσίαζε ακόμα, και θυμίαζε, στους ψηλούς τόπους.
45 Και ο Ιωσαφάτ είχε ειρήνη με τον βασιλιά τού Ισραήλ.
46 Και οι υπόλοιπες πράξεις τού Ιωσαφάτ, και τα κατορθώματά του όσα έκανε, και οι πόλεμοί του, δεν είναι γραμμένα στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων τού Ιούδα;
47 Και το υπόλοιπο των σοδομιτών, αυτό που εναπέμεινε στις ημέρες τού Ασά τού πατέρα του, αυτός το εξάλειψε από τη γη.
48 Τότε, δεν υπήρχε βασιλιάς στον Εδώμ· ο διοικητής [ήταν] βασιλιάς.
49 Ο Ιωσαφάτ έκανε πλοία στη Θαρσείς, για να πλεύσουν στο Οφείρ για χρυσάφι· όμως, δεν πήγαν, επειδή τα πλοία συντρίφτηκαν στην Εσιών-γάβερ.
50 Τότε, ο Οχοζίας, ο γιος τού Αχαάβ είπε στον Ιωσαφάτ: Ας πάνε οι δούλοι μου με τους δούλους σου στα πλοία· ο Ιωσαφάτ, όμως, δεν θέλησε.
51 Και ο Ιωσαφάτ κοιμήθηκε μαζί με τους πατέρες του, και θάφτηκε μαζί με τους πατέρες του στην πόλη τού Δαβίδ τού πατέρα του· και αντ’ αυτού βασίλευσε ο Ιωράμ, ο γιος του.
52 Ο ΟΧΟΖΙΑΣ, ο γιος τού Αχαάβ, βασίλευσε επάνω στον Ισραήλ στη Σαμάρεια τον 17ο χρόνο τού Ιωσαφάτ, του βασιλιά τού Ιούδα· και βασίλευσε δύο χρόνια επάνω στον Ισραήλ.
53 Και έπραξε πονηρά μπροστά στον Κύριο, και περπάτησε στον δρόμο τού πατέρα του, και στον δρόμο τής μητέρας του, και στον δρόμο τού Ιεροβοάμ, του γιου τού Ναβάτ, που έκανε τον Ισραήλ να αμαρτήσει· 54 επειδή, λάτρευσε τον Βάαλ, και τον προσκύνησε, και παρόργισε τον Κύριο τον Θεό του Ισραήλ, σε όλα όσα έπραξε ο πατέρας του.