Kεφάλαια

1 · 2 · 3 · 4 · 5

Θρήνοι Κεφ. 4

1 ΠΩΣ αμαυρώθηκε το χρυσάφι! Αλλοιώθηκε το καθαρότατο χρυσάφι! Οι πέτρες τού αγιαστηρίου διασπάρθηκαν στις άκρες όλων των δρόμων.

2 Οι ένδοξοι γιοι τής Σιών, που τους εκτιμούσαν σαν το καθαρό χρυσάφι, πώς λογαριάστηκαν σαν δοχεία πήλινα, σαν έργο από χέρι κεραμέα!

3 Ακόμα, και τα κήτη προσφέρουν μαστούς, και θηλάζουν τα παιδιά τους· ενώ, η θυγατέρα τού λαού μου σκληρύνθηκε, όπως οι στρουθοκάμηλοι στην έρημο.

4 Η γλώσσα αυτού που θηλάζει, κόλλησε στον ουρανίσκο του από τη δίψα· τα παιδιά ζήτησαν ψωμί, και δεν υπάρχει εκείνος που να κόβει σ’ αυτά.

5 Αυτοί που τρώνε τρυφερά φαγητά, είναι ξαπλωμένοι στους δρόμους, αφανισμένοι· οι αναθρεμμένοι μέσα σε πορφύρα, αγκάλιασαν την κοπριά.

6 Και η ποινή τής ανομίας τής θυγατέρας τού λαού μου έγινε μεγαλύτερη, περισσότερο από την ποινή της αμαρτίας των Σοδόμων, που καταστράφηκαν σε μια στιγμή, και χέρια δεν ενέργησαν επάνω τους.

7 Οι Ναζηραίοι της ήσαν καθαρότεροι από το χιόνι, λευκότεροι από το γάλα, πιο κόκκινοι στην όψη, ξεπερνώντας τις πολύτιμες πέτρες, στιλπνοί σαν τον σάπφειρο·

8 η όψη τους καταμαυρώθηκε περισσότερο από την καπνιά· δεν γνωρίζονταν στους δρόμους· το δέρμα τους κόλλησε επάνω στα κόκαλά τους· ξεράθηκε, έγινε σαν ξύλο.

9 Πιο ευτυχισμένοι στάθηκαν αυτοί που θανατώθηκαν από τη ρομφαία, παρά εκείνοι που θανατώθηκαν από την πείνα· επειδή, αυτοί λιώνουν, τραυματισμένοι από έλλειψη καρπών τού χωραφιού.

10 Τα χέρια των εύσπλαχνων γυναικών έψησαν τα παιδιά τους· έγιναν γι’ αυτές τροφή στον συντριμμό τής θυγατέρας τού λαού μου.

11 Ο Κύριος συντέλεσε τον θυμό του, ξέχυσε τη φλόγα τής οργής του, και άναψε φωτιά στη Σιών, που κατέφαγε τα θεμέλιά της.

12 Οι βασιλιάδες τής γης δεν πίστευαν, και όλοι αυτοί που κατοικούσαν την οικουμένη, ότι θα έμπαινε εχθρός και πολέμιος στις πύλες τής Ιερουσαλήμ.

13 Αυτό έγινε εξαιτίας των αμαρτιών των προφητών της, και των ανομιών των ιερέων της, που έχυναν το αίμα των δικαίων στο μέσον της.

14 Περιπλανήθηκαν σαν τυφλοί στους δρόμους, μολύνθηκαν στο αίμα, ώστε οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να αγγίξουν τα ενδύματά τους.

15 Έκραζαν σ’ αυτούς: Σταθείτε μακριά, ακάθαρτοι· σταθείτε μακριά, σταθείτε μακριά, μη αγγίξετε· ενώ έφευγαν και περιπλανιόνταν, ανάμεσα στα έθνη λεγόταν: Δεν θα παροικούν πλέον ανάμεσά μας.

16 Το πρόσωπο του Κυρίου τούς διασκόρπισε, δεν θα επιβλέπει πλέον επάνω τους· δεν σεβάστηκαν πρόσωπο ιερέα, δεν ελέησαν γέροντες.

17 Ενώ ακόμα υπήρχαμε, τα μάτια μας απέκαμαν, προσμένοντας τη μάταιη βοήθειά μας· χάσκοντας αποβλέψαμε σε έθνος που δεν μπορούσε να σώζει.

18 Παραμονεύουν τα ίχνη μας, για να μη περπατάμε στις πλατείες μας· πλησίασε το τέλος μας, συμπληρώθηκαν οι ημέρες μας, επειδή ήρθε το τέλος μας.

19 Αυτοί που μας καταδιώκουν, έγιναν ελαφρότεροι από τους αετούς τού ουρανού· μας κυνήγησαν επάνω στα βουνά, έστησαν ενέδρα για μας στην έρημο.

20 Η πνοή των μυκτήρων μας, ο χρισμένος τού Κυρίου, πιάστηκε μέσα στις παγίδες τους· κάτω από τη σκιά τού οποίου λέγαμε, θα ζούμε ανάμεσα στα έθνη.

21 Χαίρε και ευφραίνου, θυγατέρα τού Εδώμ, που κατοικείς στη γη Ουζ· ακόμα και σε σένα θα περάσει το ποτήρι· θα μεθυστείς, και θα γυμνωθείς.

22 Η ποινή τής ανομίας σου τελείωσε, θυγατέρα Σιών· δεν θα σε φέρει πλέον σε αιχμαλωσία· θα επισκεφθεί την ανομία σου, θυγατέρα τού Εδώμ· θα ξεσκεπάσει τα αμαρτήματά σου.