Kεφάλαια
1 · 2 · 3 · 4 · 5 · 6 · 7 · 8 · 9 · 10 · 11 · 12 · 13 · 14 · 15 · 16
Μάρκον Κεφ. 10
1 Και αφού σηκώθηκε από εκεί, έρχεται στα όρια της Ιουδαίας, διαμέσου τής απέναντι πλευράς τού Ιορδάνη· και συγκεντρώνονται πάλι κοντά του πολλά πλήθη· και όπως συνήθιζε, τους δίδασκε ξανά.
2 Και καθώς τον πλησίασαν οι Φαρισαίοι, τον ρώτησαν αν επιτρέπεται στον άνδρα να χωρίσει τη γυναίκα του· πειράζοντάς τον.
3 Και εκείνος, απαντώντας σ’ αυτούς, είπε: Τι σας πρόσταξε ο Μωυσής;
4 Και εκείνοι είπαν: Ο Μωυσής επέτρεψε να γράψει έγγραφο διαζυγίου, και να τη χωρίσει.
5 Και απαντώντας ο Ιησούς, είπε σ’ αυτούς: Εξαιτίας τής σκληροκαρδίας σας ο Μωυσής έγραψε σε σας αυτή την εντολή·
6 όμως, εξαρχής τής κτίσης, ο Θεός αρσενικό και θηλυκό τούς δημιούργησε.
7 «Εξαιτίας αυτού, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του,
8 και θα είναι οι δύο σε μία σάρκα»· ώστε, δεν είναι πλέον δύο, αλλά μία σάρκα.
9 Εκείνο, λοιπόν, που ο Θεός συνένωσε, άνθρωπος ας μη χωρίζει.
10 Και πάλι μέσα στο σπίτι, οι μαθητές του τον ρώτησαν για το ίδιο θέμα.
11 Και τους λέει: Όποιος χωρίσει τη γυναίκα του, και νυμφευθεί άλλη, διαπράττει εναντίον της μοιχεία.
12 Και αν μια γυναίκα χωρίσει τον άνδρα της και συνενωθεί με άλλον, διαπράττει μοιχεία.
13 Και του έφεραν παιδάκια, για να τα αγγίξει· οι μαθητές του, όμως, επέπλητταν εκείνους που τα έφερναν.
14 Όμως, ο Ιησούς, βλέποντας [αυτό], αγανάκτησε, και τους είπε: Αφήστε τα παιδιά να έρχονται σε μένα, και μη τα εμποδίζετε· επειδή, για τέτοιους είναι η βασιλεία τού Θεού.
15 Σας διαβεβαιώνω: Όποιος δεν δεχθεί τη βασιλεία τού Θεού σαν παιδί, δεν μπορεί να μπει μέσα σ’ αυτή.
16 Και αφού τα αγκάλιασε, έβαζε τα χέρια επάνω τους, και τα ευλογούσε.
17 Και ενώ έβγαινε έξω στον δρόμο, κάποιος έτρεξε, και γονατίζοντας μπροστά του, τον ρωτούσε: Δάσκαλε αγαθέ, τι να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή;
18 Και ο Ιησούς είπε σ’ αυτόν: Γιατί με λες αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μονάχα ένας, ο Θεός.
19 Ξέρεις τις εντολές: «Μη μοιχεύσεις· Μη φονεύσεις· Μη κλέψεις· Μη ψευδομαρτυρήσεις· Μη αποστερήσεις· Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα».
20 Και εκείνος, απαντώντας, είπε σ’ αυτόν: Δάσκαλε, όλα αυτά τα τήρησα από τη νιότη μου.
21 Και ο Ιησούς, αφού τον κοίταξε καλά, τον αγάπησε, και του είπε: Ένα σού λείπει· πήγαινε, πούλησε όσα έχεις, και δώσε στους φτωχούς· και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό· και έλα, ακολούθα με, αφού σηκώσεις τον σταυρό.
22 Εκείνος, όμως, γινόμενος σκυθρωπός εξαιτίας αυτού τού λόγου, αναχώρησε λυπούμενος· επειδή, είχε πολλά κτήματα.
23 Και ο Ιησούς, κοιτάζοντας ολόγυρα, λέει στους μαθητές του: Πόσο δύσκολα θα μπουν μέσα στη βασιλεία τού Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα;
24 Οι μαθητές, όμως, εκπλήττονταν για τα λόγια του. Και ο Ιησούς απαντώντας πάλι, τους λέει: Παιδιά [μου], πόσο δύσκολο είναι να μπουν μέσα στη βασιλεία τού Θεού αυτοί που έχουν το θάρρος τους στα χρήματα;
25 Ευκολότερο είναι να περάσει καμήλα μέσα από τη βελονότρυπα, παρά πλούσιος να μπει μέσα στη βασιλεία τού Θεού.
26 Και εκείνοι εκπλήττονταν υπερβολικά, λέγοντας αναμεταξύ τους: Και ποιος μπορεί να σωθεί;
27 Και ο Ιησούς κοιτάζοντάς τους καλά, λέει: Στους ανθρώπους είναι αδύνατο, όχι όμως και στον Θεό· επειδή, τα πάντα είναι δυνατά στον Θεό.
28 Και ο Πέτρος άρχισε να του λέει: Δες, εμείς [τα] αφήσαμε όλα, και σε ακολουθήσαμε.
29 Και ο Ιησούς, απαντώντας, είπε: Σας διαβεβαιώνω, δεν υπάρχει κανένας που, ενώ άφησε σπίτι ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια εξαιτίας μου, και [εξαιτίας] τού ευαγγελίου,
30 δεν θα πάρει 100 φορές περισσότερα τώρα, σε τούτο τον καιρό, σπίτια και αδελφούς και αδελφές και μητέρες και παιδιά και χωράφια, μαζί με διωγμούς, και στον ερχόμενο αιώνα ζωή αιώνια.
31 Πολλοί, όμως, πρώτοι θα είναι τελευταίοι, και οι τελευταίοι πρώτοι.
32 Και ήσαν στον δρόμο ανεβαίνοντας στα Ιεροσόλυμα· και ο Ιησούς προπορευόταν απ’ αυτούς, και θαύμαζαν, και ακολουθώντας φοβόνταν. Και παίρνοντας πάλι τούς δώδεκα, άρχισε να τους λέει τα όσα επρόκειτο να του συμβούν·
33 ότι, δέστε, ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα, και ο Υιός τού ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και στους γραμματείς, και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο, και θα τον παραδώσουν στα έθνη·
34 και θα τον εμπαίξουν, και θα τον μαστιγώσουν, και θα φτύσουν επάνω του, και θα τον θανατώσουν· και την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.
35 Τότε, έρχονται σ’ αυτόν ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι τού Ζεβεδαίου, λέγοντας: Δάσκαλε, θέλουμε να κάνεις σ’ εμάς ό,τι [σου] ζητήσουμε.
36 Και εκείνος τούς είπε: Τι θέλετε να κάνω σε σας;
37 Και εκείνοι τού είπαν: Δώσε σ’ εμάς να καθήσουμε ο ένας από τα δεξιά σου, και ο άλλος από τα αριστερά σου μέσα στη δόξα σου.
38 Και ο Ιησούς είπε σ’ αυτούς: Δεν ξέρετε τι ζητάτε· μπορείτε να πιείτε το ποτήρι, που εγώ πίνω, και να βαπτιστείτε το βάπτισμα, που εγώ βαπτίζομαι;
39 Και εκείνοι είπαν σ’ αυτόν: Μπορούμε. Και ο Ιησούς είπε σ’ αυτούς: Το ποτήρι μεν, που εγώ πίνω, θα [το] πιείτε· και το βάπτισμα, που εγώ βαπτίζομαι, θα βαπτιστείτε·
40 το να καθήσετε, όμως, από τα δεξιά μου και τα αριστερά μου, δεν είναι σε μένα να [το] δώσω, αλλά σε όσους είναι ετοιμασμένο.
41 Και ακούγοντας οι δέκα, άρχισαν να αγανακτούν για τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη.
42 Και ο Ιησούς, αφού τους κάλεσε κοντά του, τους λέει: Ξέρετε ότι εκείνοι που θεωρούνται άρχοντες των εθνών, τα κατακυριεύουν· και οι μεγάλοι τους, τα κατεξουσιάζουν.
43 Όμως, δεν θα είναι έτσι αναμεταξύ σας· αλλά, όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας, θα είναι υπηρέτης σας·
44 και όποιος από σας θέλει να γίνει πρώτος, θα είναι δούλος όλων·
45 επειδή, ο Υιός τού ανθρώπου δεν ήρθε για να υπηρετηθεί, αλλά για να υπηρετήσει και να δώσει τη ζωή του λύτρο για πολλούς.
46 Και έρχονται στην Ιεριχώ· και ενώ έβγαινε έξω από την Ιεριχώ αυτός και οι μαθητές του, και ένα μεγάλο πλήθος, ο γιος τού Τιμαίου, ο τυφλός Βαρτίμαιος, καθόταν κοντά στον δρόμο ζητώντας [ελεημοσύνη]·
47 και ακούγοντας ότι είναι ο Ιησούς, ο Ναζωραίος, άρχισε να φωνάζει δυνατά και να λέει: Υιέ τού Δαβίδ, Ιησού, ελέησέ με.
48 Και πολλοί τον επέπλητταν, για να σιωπήσει· εκείνος, όμως, φώναζε πολύ δυνατότερα: Υιέ τού Δαβίδ, ελέησέ με.
49 Και αφού ο Ιησούς στάθηκε, είπε να τον φωνάξουν· και φωνάζουν τον τυφλό, λέγοντάς του: Πάρε θάρρος, σήκω επάνω· σε φωνάζει.
50 Και εκείνος, πετώντας το ιμάτιό του, σηκώθηκε επάνω και ήρθε στον Ιησού.
51 Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, λέει σ’ αυτόν: Τι θέλεις να σου κάνω; Και ο τυφλός τού είπε: Ραββουνί, να ανακτήσω το φως μου.
52 Και ο Ιησούς είπε σ’ αυτόν: Πήγαινε· η πίστη σου σε έσωσε. Κι αμέσως ανέκτησε το φως του, και ακολουθούσε στον δρόμο τον Ιησού.