Archives for March 2012

Κακή θρησκεία (Ελληνικοί υπότιτλοι)

Λουκάν 16:14-18

Λουκάν 16:14-18
14Και όλα αυτά τα άκουγαν και οι Φαρισαίοι, που ήσαν φιλάργυροι· και τον περιγελούσαν.
15Και τους είπε: Εσείς είστε που δικαιώνετε τον εαυτό σας μπροστά στους ανθρώπους· ο Θεός, όμως, γνωρίζει τις καρδιές σας· επειδή, εκείνο που είναι υψηλό ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι βδέλυγμα μπροστά στον Θεό.
16Ο νόμος και οι προφήτες [υπήρχαν] μέχρι τον Ιωάννη· από τότε η βασιλεία τού Θεού εξαγγέλλεται ως χαρμόσυνο άγγελμα, και κάθε [ένας] βιάζεται· [να μπει] μέσα σ' αυτή.
17Και είναι ευκολότερο ο ουρανός και η γη να παρέλθουν, παρά μία κεραία τού νόμου να πέσει.
18Καθένας που χωρίζεται [από] τη γυναίκα του και νυμφεύεται άλλη, μοιχεύει· και καθένας, που νυμφεύεται [γυναίκα] χωρισμένη από άνδρα, μοιχεύει.

Η μητέρα όλων των ειδώλων (Ελληνικοί υπότιτλοι)

Λουκάν 16:1-13

Λουκάν 16:14-18
14Και όλα αυτά τα άκουγαν και οι Φαρισαίοι, που ήσαν φιλάργυροι· και τον περιγελούσαν.
15Και τους είπε: Εσείς είστε που δικαιώνετε τον εαυτό σας μπροστά στους ανθρώπους· ο Θεός, όμως, γνωρίζει τις καρδιές σας· επειδή, εκείνο που είναι υψηλό ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι βδέλυγμα μπροστά στον Θεό.
16Ο νόμος και οι προφήτες [υπήρχαν] μέχρι τον Ιωάννη· από τότε η βασιλεία τού Θεού εξαγγέλλεται ως χαρμόσυνο άγγελμα, και κάθε [ένας] βιάζεται· [να μπει] μέσα σ' αυτή.
17Και είναι ευκολότερο ο ουρανός και η γη να παρέλθουν, παρά μία κεραία τού νόμου να πέσει.
18Καθένας που χωρίζεται [από] τη γυναίκα του και νυμφεύεται άλλη, μοιχεύει· και καθένας, που νυμφεύεται [γυναίκα] χωρισμένη από άνδρα, μοιχεύει.
Λουκάν 16:1-13
1Έλεγε μάλιστα και στους μαθητές του: Υπήρχε κάποιος άνθρωπος πλούσιος, ο οποίος είχε έναν διαχειριστή· κι αυτός κατηγορήθηκε σ' αυτόν ότι διασκορπίζει τα υπάρχοντά του.
2Και καθώς τον φώναξε, είπε σ' αυτόν: Τι είναι αυτό [που] ακούω για σένα; Απόδωσε τον λογαριασμό τής διαχείρισής σου· επειδή, δεν θα μπορέσεις πλέον να είσαι διαχειριστής.
3Και ο διαχειριστής είπε μέσα του: Τι να κάνω, επειδή ο κύριός μου αφαιρεί από μένα τη διαχείριση; Να σκάβω, δεν μπορώ, να ζητάω, ντρέπομαι·
4κατάλαβα τι πρέπει να κάνω, για να με δεχθούν στα σπίτια τους, όταν αποβληθώ από τη διαχείριση.
5Και αφού προσκάλεσε έναν-έναν ξεχωριστά τους χρεοφειλέτες τού κυρίου του, είπε στον πρώτο: Πόσο χρωστάς στον κύριό μου;
6Και εκείνος είπε: 100 βάτους λάδι. Και του είπε: Πάρε το έγγραφό σου, και αφού καθήσεις, γράψε γρήγορα 50.
7Έπειτα, είπε σε έναν άλλον: Κι εσύ, πόσο χρωστάς; Και εκείνος είπε: 100 κόρους σιτάρι. Και του λέει: Πάρε το έγγραφό σου, και γράψε 80.
8Και ο κύριος επαίνεσε τον άδικο οικονόμο, ότι έπραξε φρόνιμα· επειδή, οι γιοι αυτού τού αιώνα είναι φρονιμότεροι στη δική τους γενεά, από τους γιους τού φωτός.
9Και εγώ σας λέω: Κάντε για τον εαυτό σας φίλους από τον μαμωνά τής αδικίας, για να σας δεχθούν στις αιώνιες σκηνές, όταν εκλείψετε.
10Ο πιστός στο ελάχιστο, και στο πολύ είναι πιστός· και ο άδικος στο ελάχιστο, και στο πολύ είναι άδικος.
11Αν, λοιπόν, στον άδικο μαμωνά δεν φανήκατε πιστοί, ποιος θα σας εμπιστευθεί τον αληθινό πλούτο;
12Και αν στο ξένο δεν φανήκατε πιστοί, ποιος θα σας δώσει το δικό σας;
13Κανένας δούλος δεν μπορεί να δουλεύει δύο κυρίους· επειδή, ή τον έναν θα μισήσει, και τον άλλον θα αγαπήσει· ή στον έναν θα προσκολληθεί, και τον άλλον θα καταφρονήσει. Δεν μπορείτε να δουλεύετε τον Θεό και τον μαμωνά.

Ο Άσωτος (Ελληνικοί υπότιτλοι)

Λουκάν 15:11-32

Λουκάν 16:14-18
14Και όλα αυτά τα άκουγαν και οι Φαρισαίοι, που ήσαν φιλάργυροι· και τον περιγελούσαν.
15Και τους είπε: Εσείς είστε που δικαιώνετε τον εαυτό σας μπροστά στους ανθρώπους· ο Θεός, όμως, γνωρίζει τις καρδιές σας· επειδή, εκείνο που είναι υψηλό ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι βδέλυγμα μπροστά στον Θεό.
16Ο νόμος και οι προφήτες [υπήρχαν] μέχρι τον Ιωάννη· από τότε η βασιλεία τού Θεού εξαγγέλλεται ως χαρμόσυνο άγγελμα, και κάθε [ένας] βιάζεται· [να μπει] μέσα σ' αυτή.
17Και είναι ευκολότερο ο ουρανός και η γη να παρέλθουν, παρά μία κεραία τού νόμου να πέσει.
18Καθένας που χωρίζεται [από] τη γυναίκα του και νυμφεύεται άλλη, μοιχεύει· και καθένας, που νυμφεύεται [γυναίκα] χωρισμένη από άνδρα, μοιχεύει.
Λουκάν 16:1-13
1Έλεγε μάλιστα και στους μαθητές του: Υπήρχε κάποιος άνθρωπος πλούσιος, ο οποίος είχε έναν διαχειριστή· κι αυτός κατηγορήθηκε σ' αυτόν ότι διασκορπίζει τα υπάρχοντά του.
2Και καθώς τον φώναξε, είπε σ' αυτόν: Τι είναι αυτό [που] ακούω για σένα; Απόδωσε τον λογαριασμό τής διαχείρισής σου· επειδή, δεν θα μπορέσεις πλέον να είσαι διαχειριστής.
3Και ο διαχειριστής είπε μέσα του: Τι να κάνω, επειδή ο κύριός μου αφαιρεί από μένα τη διαχείριση; Να σκάβω, δεν μπορώ, να ζητάω, ντρέπομαι·
4κατάλαβα τι πρέπει να κάνω, για να με δεχθούν στα σπίτια τους, όταν αποβληθώ από τη διαχείριση.
5Και αφού προσκάλεσε έναν-έναν ξεχωριστά τους χρεοφειλέτες τού κυρίου του, είπε στον πρώτο: Πόσο χρωστάς στον κύριό μου;
6Και εκείνος είπε: 100 βάτους λάδι. Και του είπε: Πάρε το έγγραφό σου, και αφού καθήσεις, γράψε γρήγορα 50.
7Έπειτα, είπε σε έναν άλλον: Κι εσύ, πόσο χρωστάς; Και εκείνος είπε: 100 κόρους σιτάρι. Και του λέει: Πάρε το έγγραφό σου, και γράψε 80.
8Και ο κύριος επαίνεσε τον άδικο οικονόμο, ότι έπραξε φρόνιμα· επειδή, οι γιοι αυτού τού αιώνα είναι φρονιμότεροι στη δική τους γενεά, από τους γιους τού φωτός.
9Και εγώ σας λέω: Κάντε για τον εαυτό σας φίλους από τον μαμωνά τής αδικίας, για να σας δεχθούν στις αιώνιες σκηνές, όταν εκλείψετε.
10Ο πιστός στο ελάχιστο, και στο πολύ είναι πιστός· και ο άδικος στο ελάχιστο, και στο πολύ είναι άδικος.
11Αν, λοιπόν, στον άδικο μαμωνά δεν φανήκατε πιστοί, ποιος θα σας εμπιστευθεί τον αληθινό πλούτο;
12Και αν στο ξένο δεν φανήκατε πιστοί, ποιος θα σας δώσει το δικό σας;
13Κανένας δούλος δεν μπορεί να δουλεύει δύο κυρίους· επειδή, ή τον έναν θα μισήσει, και τον άλλον θα αγαπήσει· ή στον έναν θα προσκολληθεί, και τον άλλον θα καταφρονήσει. Δεν μπορείτε να δουλεύετε τον Θεό και τον μαμωνά.
Λουκάν 15:11-32
11Είπε δε: Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους·
12και ο πιο νέος απ' αυτούς είπε στον πατέρα: Πατέρα, δώσ' μου το μέρος τής περιουσίας που μου ανήκει. Και τους μοίρασε τα υπάρχοντά του.
13Και ύστερα από λίγες ημέρες, ο νεότερος γιος, αφού τα μάζεψε όλα, αποδήμησε σε μια μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του, ζώντας άσωτα.
14Και όταν [τα] ξόδεψε όλα, έγινε μεγάλη πείνα σ' εκείνη τη χώρα, κι αυτός άρχισε να στερείται.
15Τότε, πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας· ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του για να βόσκει γουρούνια.
16Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν τα γουρούνια· και κανένας δεν έδινε σ' αυτόν [τίποτε].
17Και αφού ήρθε στον εαυτό του, είπε: Πόσοι μισθωτοί τού πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, και εγώ χάνομαι από την πείνα!
18Αφού σηκωθώ, θα πάω στον πατέρα μου, και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου·
19και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου.
20Και αφού σηκώθηκε, ήρθε στον πατέρα του. Και ενώ ακόμα απείχε μακριά, ο πατέρας του τον είδε, και τον σπλαχνίστηκε· και τρέχοντας, έπεσε επάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησε.
21Και ο γιος είπε σ' αυτόν: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου, και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου.
22Και ο πατέρας είπε στους δούλους του: Φέρτε έξω τη στολή πρώτη, και ντύστε τον, και δώστε [του] δαχτυλίδι στο χέρι του, και υποδήματα στα πόδια.
23Και φέρνοντας το σιτευτό μοσχάρι, σφάξτε το, και αφού φάμε, ας ευφρανθούμε·
24επειδή, αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε. Και άρχισαν να ευφραίνονται.
25Ο πιο μεγάλος του γιος, όμως, ήταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν, [και] πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και χορούς.
26Και προσκαλώντας έναν από τους δούλους, ρωτούσε τι σημαίνουν αυτά.
27Και εκείνος είπε σ' αυτόν ότι: Ήρθε ο αδελφός σου· και ο πατέρας σου έσφαξε το μοσχάρι το σιτευτό, επειδή τον απόλαυσε ξανά υγιή.
28Και οργίστηκε, και δεν ήθελε να μπει μέσα. Βγήκε, λοιπόν, έξω ο πατέρας του, και τον παρακαλούσε.
29Και εκείνος απαντώντας είπε στον πατέρα: Δες, τόσα χρόνια σε δουλεύω, και εντολή σου ποτέ δεν παρέβηκα· και σ' εμένα ποτέ ούτε ένα κατσικάκι δεν μου έδωσες, για να ευφρανθώ μαζί με τους φίλους μου·
30και όταν ήρθε αυτός ο γιος σου, αυτός που κατέφαγε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες γι' αυτόν το μοσχάρι το σιτευτό.
31Και εκείνος του είπε: Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου· και όλα τα δικά μου είναι δικά σου·
32έπρεπε, όμως, να ευφρανθούμε και να χαρούμε, επειδή αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε.

Η χαμένη δραχμή (Ελληνικοί υπότιτλοι)

Λουκάν 15:3-10

Λουκάν 16:14-18
14Και όλα αυτά τα άκουγαν και οι Φαρισαίοι, που ήσαν φιλάργυροι· και τον περιγελούσαν.
15Και τους είπε: Εσείς είστε που δικαιώνετε τον εαυτό σας μπροστά στους ανθρώπους· ο Θεός, όμως, γνωρίζει τις καρδιές σας· επειδή, εκείνο που είναι υψηλό ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι βδέλυγμα μπροστά στον Θεό.
16Ο νόμος και οι προφήτες [υπήρχαν] μέχρι τον Ιωάννη· από τότε η βασιλεία τού Θεού εξαγγέλλεται ως χαρμόσυνο άγγελμα, και κάθε [ένας] βιάζεται· [να μπει] μέσα σ' αυτή.
17Και είναι ευκολότερο ο ουρανός και η γη να παρέλθουν, παρά μία κεραία τού νόμου να πέσει.
18Καθένας που χωρίζεται [από] τη γυναίκα του και νυμφεύεται άλλη, μοιχεύει· και καθένας, που νυμφεύεται [γυναίκα] χωρισμένη από άνδρα, μοιχεύει.
Λουκάν 16:1-13
1Έλεγε μάλιστα και στους μαθητές του: Υπήρχε κάποιος άνθρωπος πλούσιος, ο οποίος είχε έναν διαχειριστή· κι αυτός κατηγορήθηκε σ' αυτόν ότι διασκορπίζει τα υπάρχοντά του.
2Και καθώς τον φώναξε, είπε σ' αυτόν: Τι είναι αυτό [που] ακούω για σένα; Απόδωσε τον λογαριασμό τής διαχείρισής σου· επειδή, δεν θα μπορέσεις πλέον να είσαι διαχειριστής.
3Και ο διαχειριστής είπε μέσα του: Τι να κάνω, επειδή ο κύριός μου αφαιρεί από μένα τη διαχείριση; Να σκάβω, δεν μπορώ, να ζητάω, ντρέπομαι·
4κατάλαβα τι πρέπει να κάνω, για να με δεχθούν στα σπίτια τους, όταν αποβληθώ από τη διαχείριση.
5Και αφού προσκάλεσε έναν-έναν ξεχωριστά τους χρεοφειλέτες τού κυρίου του, είπε στον πρώτο: Πόσο χρωστάς στον κύριό μου;
6Και εκείνος είπε: 100 βάτους λάδι. Και του είπε: Πάρε το έγγραφό σου, και αφού καθήσεις, γράψε γρήγορα 50.
7Έπειτα, είπε σε έναν άλλον: Κι εσύ, πόσο χρωστάς; Και εκείνος είπε: 100 κόρους σιτάρι. Και του λέει: Πάρε το έγγραφό σου, και γράψε 80.
8Και ο κύριος επαίνεσε τον άδικο οικονόμο, ότι έπραξε φρόνιμα· επειδή, οι γιοι αυτού τού αιώνα είναι φρονιμότεροι στη δική τους γενεά, από τους γιους τού φωτός.
9Και εγώ σας λέω: Κάντε για τον εαυτό σας φίλους από τον μαμωνά τής αδικίας, για να σας δεχθούν στις αιώνιες σκηνές, όταν εκλείψετε.
10Ο πιστός στο ελάχιστο, και στο πολύ είναι πιστός· και ο άδικος στο ελάχιστο, και στο πολύ είναι άδικος.
11Αν, λοιπόν, στον άδικο μαμωνά δεν φανήκατε πιστοί, ποιος θα σας εμπιστευθεί τον αληθινό πλούτο;
12Και αν στο ξένο δεν φανήκατε πιστοί, ποιος θα σας δώσει το δικό σας;
13Κανένας δούλος δεν μπορεί να δουλεύει δύο κυρίους· επειδή, ή τον έναν θα μισήσει, και τον άλλον θα αγαπήσει· ή στον έναν θα προσκολληθεί, και τον άλλον θα καταφρονήσει. Δεν μπορείτε να δουλεύετε τον Θεό και τον μαμωνά.
Λουκάν 15:11-32
11Είπε δε: Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους·
12και ο πιο νέος απ' αυτούς είπε στον πατέρα: Πατέρα, δώσ' μου το μέρος τής περιουσίας που μου ανήκει. Και τους μοίρασε τα υπάρχοντά του.
13Και ύστερα από λίγες ημέρες, ο νεότερος γιος, αφού τα μάζεψε όλα, αποδήμησε σε μια μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του, ζώντας άσωτα.
14Και όταν [τα] ξόδεψε όλα, έγινε μεγάλη πείνα σ' εκείνη τη χώρα, κι αυτός άρχισε να στερείται.
15Τότε, πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας· ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του για να βόσκει γουρούνια.
16Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν τα γουρούνια· και κανένας δεν έδινε σ' αυτόν [τίποτε].
17Και αφού ήρθε στον εαυτό του, είπε: Πόσοι μισθωτοί τού πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, και εγώ χάνομαι από την πείνα!
18Αφού σηκωθώ, θα πάω στον πατέρα μου, και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου·
19και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου.
20Και αφού σηκώθηκε, ήρθε στον πατέρα του. Και ενώ ακόμα απείχε μακριά, ο πατέρας του τον είδε, και τον σπλαχνίστηκε· και τρέχοντας, έπεσε επάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησε.
21Και ο γιος είπε σ' αυτόν: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου, και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου.
22Και ο πατέρας είπε στους δούλους του: Φέρτε έξω τη στολή πρώτη, και ντύστε τον, και δώστε [του] δαχτυλίδι στο χέρι του, και υποδήματα στα πόδια.
23Και φέρνοντας το σιτευτό μοσχάρι, σφάξτε το, και αφού φάμε, ας ευφρανθούμε·
24επειδή, αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε. Και άρχισαν να ευφραίνονται.
25Ο πιο μεγάλος του γιος, όμως, ήταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν, [και] πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και χορούς.
26Και προσκαλώντας έναν από τους δούλους, ρωτούσε τι σημαίνουν αυτά.
27Και εκείνος είπε σ' αυτόν ότι: Ήρθε ο αδελφός σου· και ο πατέρας σου έσφαξε το μοσχάρι το σιτευτό, επειδή τον απόλαυσε ξανά υγιή.
28Και οργίστηκε, και δεν ήθελε να μπει μέσα. Βγήκε, λοιπόν, έξω ο πατέρας του, και τον παρακαλούσε.
29Και εκείνος απαντώντας είπε στον πατέρα: Δες, τόσα χρόνια σε δουλεύω, και εντολή σου ποτέ δεν παρέβηκα· και σ' εμένα ποτέ ούτε ένα κατσικάκι δεν μου έδωσες, για να ευφρανθώ μαζί με τους φίλους μου·
30και όταν ήρθε αυτός ο γιος σου, αυτός που κατέφαγε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες γι' αυτόν το μοσχάρι το σιτευτό.
31Και εκείνος του είπε: Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου· και όλα τα δικά μου είναι δικά σου·
32έπρεπε, όμως, να ευφρανθούμε και να χαρούμε, επειδή αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε.
Λουκάν 15:3-10
3Και είπε σ' αυτούς τούτη την παραβολή, λέγοντας:
4Ποιος άνθρωπος από σας, αν έχει 100 πρόβατα, και χάσει [το] ένα απ' αυτά, δεν αφήνει τα 99 στην έρημο και πηγαίνει αναζητώντας το χαμένο, μέχρις ότου το βρει;
5Και βρίσκοντάς [το], το βάζει επάνω στους ώμους του, χαίροντας·
6και ερχόμενος στο σπίτι, συγκαλεί τους φίλους και τους γείτονες, λέγοντάς τους: Χαρείτε μαζί μου, επειδή βρήκα το πρόβατό μου που είχε χαθεί.
7Σας λέω ότι έτσι θα είναι χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί, [περισσότερο] παρά για 99 δίκαιους, που δεν έχουν ανάγκη μετάνοιας.
8Ή, ποια γυναίκα, έχοντας δέκα δραχμές, αν χάσει μία δραχμή, δεν ανάβει ένα λυχνάρι, και σκουπίζει το σπίτι, και την αναζητάει με επιμέλεια, μέχρις ότου [τη] βρει;
9Και αφού [τη] βρει, συγκαλεί τις φίλες και τις γειτόνισσες, λέγοντας: Χαρείτε μαζί μου, επειδή βρήκα τη δραχμή που έχασα.
10Σας λέω, κατά τον ίδιο τρόπο γίνεται χαρά μπροστά στους αγγέλους τού Θεού για έναν αμαρτωλό που μετανοεί.