Archives for July 2023

Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα

Κατά Ιωάννην 10:1-10

Ιωάννην 10:1-10
1Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, όποιος δεν μπαίνει διαμέσου τής θύρας στην αυλή των προβάτων, αλλά ανεβαίνει από αλλού, εκείνος είναι κλέφτης και ληστής.
2Όποιος, όμως, μπαίνει διαμέσου τής θύρας, είναι ο ποιμένας των προβάτων.
3Σε τούτον ο θυρωρός ανοίγει· και τα πρόβατα ακούν τη φωνή του· και τα δικά του πρόβατα τα φωνάζει με το όνομά τους, και τα βγάζει έξω.
4Και όταν βγάλει έξω τα δικά του πρόβατα, πηγαίνει μπροστά τους· και τα πρόβατα τον ακολουθούν, επειδή γνωρίζουν τη φωνή του.
5Ξένον, όμως, δεν θα ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν απ' αυτόν· επειδή, δεν γνωρίζουν τη φωνή των ξένων.
6Ο Ιησούς είπε προς αυτούς τούτη την παραβολή· εκείνοι, όμως, δεν κατάλαβαν τι ήσαν αυτά που τους μιλούσε.
7Ο Ιησούς, λοιπόν, τους είπε ξανά: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα ότι εγώ είμαι η θύρα των προβάτων.
8Όλοι όσοι ήρθαν πριν από μένα, είναι κλέφτες και ληστές· αλλά, τα πρόβατα δεν τους άκουσαν.
9Εγώ είμαι η θύρα· όποιος μπει μέσα διαμέσου εμού, θα σωθεί, και θα μπει μέσα, και θα βγει έξω, και θα βρει βοσκή.
10Ο κλέφτης δεν έρχεται, παρά για να κλέψει, να σφάξει και να εξολοθρεύσει· εγώ ήρθα για να έχουν ζωή, και να την έχουν με αφθονία.

Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου

Κατά Ιωάννην 9:1-41

Ιωάννην 10:1-10
1Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, όποιος δεν μπαίνει διαμέσου τής θύρας στην αυλή των προβάτων, αλλά ανεβαίνει από αλλού, εκείνος είναι κλέφτης και ληστής.
2Όποιος, όμως, μπαίνει διαμέσου τής θύρας, είναι ο ποιμένας των προβάτων.
3Σε τούτον ο θυρωρός ανοίγει· και τα πρόβατα ακούν τη φωνή του· και τα δικά του πρόβατα τα φωνάζει με το όνομά τους, και τα βγάζει έξω.
4Και όταν βγάλει έξω τα δικά του πρόβατα, πηγαίνει μπροστά τους· και τα πρόβατα τον ακολουθούν, επειδή γνωρίζουν τη φωνή του.
5Ξένον, όμως, δεν θα ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν απ' αυτόν· επειδή, δεν γνωρίζουν τη φωνή των ξένων.
6Ο Ιησούς είπε προς αυτούς τούτη την παραβολή· εκείνοι, όμως, δεν κατάλαβαν τι ήσαν αυτά που τους μιλούσε.
7Ο Ιησούς, λοιπόν, τους είπε ξανά: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα ότι εγώ είμαι η θύρα των προβάτων.
8Όλοι όσοι ήρθαν πριν από μένα, είναι κλέφτες και ληστές· αλλά, τα πρόβατα δεν τους άκουσαν.
9Εγώ είμαι η θύρα· όποιος μπει μέσα διαμέσου εμού, θα σωθεί, και θα μπει μέσα, και θα βγει έξω, και θα βρει βοσκή.
10Ο κλέφτης δεν έρχεται, παρά για να κλέψει, να σφάξει και να εξολοθρεύσει· εγώ ήρθα για να έχουν ζωή, και να την έχουν με αφθονία.
Ιωάννην 9:1-41
1ΚΑΙ ενώ αναχωρούσε, είδε έναν άνθρωπο τυφλόν εκ γενετής.
2Και οι μαθητές του τον ρώτησαν, λέγοντας: Ραββί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός;
3Ο Ιησούς αποκρίθηκε: Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του· αλλά, για να φανερωθούν τα έργα τού Θεού σ' αυτόν.
4Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα εκείνου που με απέστειλε, όσο είναι ημέρα· έρχεται νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται.
5Ενόσω είμαι μέσα στον κόσμο, είμαι [το] φως τού κόσμου.
6Αφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω, και από το φτύσιμο έκανε πηλό, και άλειψε τον πηλό επάνω στα μάτια τού τυφλού·
7και του είπε: Πήγαινε, νίψου στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, (που μεταφράζεται: Αποσταλμένος). Πήγε, λοιπόν, και νίφτηκε, και γύρισε βλέποντας.
8Και οι γείτονες, και όσοι τον έβλεπαν πρωτύτερα ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητιάνευε;
9Άλλοι έλεγαν, ότι: Αυτός είναι· και άλλοι ότι: Είναι ένας που του μοιάζει· εκείνος έλεγε, ότι: Εγώ είμαι.
10Του έλεγαν, λοιπόν: Πώς άνοιξαν τα μάτια σου;
11Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: Ένας άνθρωπος, που λέγεται Ιησούς, έκανε πηλό, και άλειψε τα μάτια μου, και μου είπε: Πήγαινε στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, και νίψου. Και αφού πήγα και πλύθηκα, ανέκτησα την όρασή μου.
12Του είπαν, λοιπόν: Πού είναι εκείνος; Λέει: Δεν ξέρω.
13Τον φέρνουν στους Φαρισαίους, αυτόν τον άλλοτε τυφλό.
14Και ήταν σάββατο, όταν ο Ιησούς έκανε τον πηλό, και άνοιξε τα μάτια του.
15Τον ρωτούσαν, λοιπόν, ξανά και οι Φαρισαίοι, πώς είδε το φως του. Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Έβαλε πηλό επάνω στα μάτια μου, και νίφτηκα και βλέπω.
16Μερικοί από τους Φαρισαίους, λοιπόν, έλεγαν: Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεό, επειδή δεν τηρεί το σάββατο. Άλλοι έλεγαν: Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια θαύματα; Και υπήρχε σχίσμα αναμεταξύ τους.
17Λένε ξανά στον τυφλό: Εσύ τι λες γι' αυτόν, επειδή άνοιξε τα μάτια σου; Κι εκείνος είπε, ότι: Είναι προφήτης.
18Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, δεν πίστεψαν γι' αυτόν ότι ήταν τυφλός και ότι είδε το φως του, μέχρις ότου φώναξαν τους γονείς εκείνου που είδε το φως του·
19και τους ρώτησαν, λέγοντας: Είναι αυτός ο γιος σας, που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;
20Οι γονείς του αποκρίθηκαν σ' αυτούς, και είπαν: Ξέρουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας, και ότι γεννήθηκε τυφλός·
21πώς, όμως, τώρα βλέπει δεν ξέρουμε· ή, ποιος άνοιξε τα μάτια του, εμείς δεν ξέρουμε· αυτός έχει ηλικία, ρωτήστε τον ίδιο· αυτός θα μιλήσει για τον εαυτό του.
22Αυτά είπαν οι γονείς του, επειδή φοβόνταν τούς Ιουδαίους· για το ότι οι Ιουδαίοι είχαν ήδη συμφωνήσει, αν κάποιος τον ομολογήσει [ως] Χριστό, να γίνει αποσυνάγωγος.
23Γι' αυτό, οι γονείς του είπαν, ότι: Έχει ηλικία, ρωτήστε τον ίδιο.
24Φώναξαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός, και του είπαν: Δόξασε τον Θεό· εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός.
25Εκείνος, λοιπόν, αποκρίθηκε και είπε: Αν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω· ένα ξέρω, ότι ήμουν τυφλός, και τώρα βλέπω.
26Του είπαν δε ξανά: Τι σου έκανε; Πώς άνοιξε τα μάτια σου;
27Τους αποκρίθηκε: Σας είπα ήδη, και δεν ακούσατε· γιατί πάλι θέλετε να [το] ακούτε; Μήπως κι εσείς θέλετε να γίνετε μαθητές του;
28Τον χλεύασαν, λοιπόν, και είπαν: Εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς, όμως, είμαστε μαθητές τού Μωυσή·
29εμείς ξέρουμε ότι ο Θεός μίλησε στον Μωυσή· τούτον, όμως, δεν ξέρουμε από πού είναι.
30Ο άνθρωπος αποκρίθηκε και τους είπε: Κατά τούτο, μάλιστα, είναι το θαυμαστό, ότι εσείς δεν ξέρετε από πού είναι, και μου άνοιξε τα μάτια.
31Και ξέρουμε ότι ο Θεός αμαρτωλούς δεν ακούει· αλλά, αν κάποιος είναι θεοσεβής, και κάνει το θέλημά του, αυτόν ακούει.
32Από τον αιώνα δεν έχει ακουστεί, ότι κάποιος έχει ανοίξει τα μάτια ενός που γεννήθηκε τυφλός.
33Αν αυτός δεν ήταν από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε.
34Αποκρίθηκαν και του είπαν: Εσύ γεννήθηκες ολόκληρος μέσα σε αμαρτίες, και εσύ διδάσκεις εμάς; Και τον έβγαλαν έξω.
35Ο Ιησούς άκουσε ότι τον έβγαλαν έξω, και όταν τον βρήκε, του είπε: Εσύ πιστεύεις στον Υιό τού Θεού;
36Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: Ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω σ' αυτόν;
37Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Και τον είδες, κι αυτός που μιλάει μαζί σου, εκείνος είναι.
38Κι εκείνος είπε: Κύριε, πιστεύω. Και τον προσκύνησε.
39Και ο Ιησούς είπε: Εγώ για κρίση ήρθα σε τούτο τον κόσμο, για να βλέπουν αυτοί που δεν βλέπουν, και για να γίνουν τυφλοί αυτοί που βλέπουν.
40Και [τα] άκουσαν αυτά, όσοι από τους Φαρισαίους ήσαν μαζί του, και του είπαν: Μήπως κι εμείς είμαστε τυφλοί;
41Ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Αν ήσασταν τυφλοί, δεν θα είχατε αμαρτία· τώρα, όμως, λέτε ότι: Βλέπουμε· η αμαρτία σας, λοιπόν, μένει.

Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς

Κατά Ιωάννην 6:25-59

Ιωάννην 10:1-10
1Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, όποιος δεν μπαίνει διαμέσου τής θύρας στην αυλή των προβάτων, αλλά ανεβαίνει από αλλού, εκείνος είναι κλέφτης και ληστής.
2Όποιος, όμως, μπαίνει διαμέσου τής θύρας, είναι ο ποιμένας των προβάτων.
3Σε τούτον ο θυρωρός ανοίγει· και τα πρόβατα ακούν τη φωνή του· και τα δικά του πρόβατα τα φωνάζει με το όνομά τους, και τα βγάζει έξω.
4Και όταν βγάλει έξω τα δικά του πρόβατα, πηγαίνει μπροστά τους· και τα πρόβατα τον ακολουθούν, επειδή γνωρίζουν τη φωνή του.
5Ξένον, όμως, δεν θα ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν απ' αυτόν· επειδή, δεν γνωρίζουν τη φωνή των ξένων.
6Ο Ιησούς είπε προς αυτούς τούτη την παραβολή· εκείνοι, όμως, δεν κατάλαβαν τι ήσαν αυτά που τους μιλούσε.
7Ο Ιησούς, λοιπόν, τους είπε ξανά: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα ότι εγώ είμαι η θύρα των προβάτων.
8Όλοι όσοι ήρθαν πριν από μένα, είναι κλέφτες και ληστές· αλλά, τα πρόβατα δεν τους άκουσαν.
9Εγώ είμαι η θύρα· όποιος μπει μέσα διαμέσου εμού, θα σωθεί, και θα μπει μέσα, και θα βγει έξω, και θα βρει βοσκή.
10Ο κλέφτης δεν έρχεται, παρά για να κλέψει, να σφάξει και να εξολοθρεύσει· εγώ ήρθα για να έχουν ζωή, και να την έχουν με αφθονία.
Ιωάννην 9:1-41
1ΚΑΙ ενώ αναχωρούσε, είδε έναν άνθρωπο τυφλόν εκ γενετής.
2Και οι μαθητές του τον ρώτησαν, λέγοντας: Ραββί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός;
3Ο Ιησούς αποκρίθηκε: Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του· αλλά, για να φανερωθούν τα έργα τού Θεού σ' αυτόν.
4Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα εκείνου που με απέστειλε, όσο είναι ημέρα· έρχεται νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται.
5Ενόσω είμαι μέσα στον κόσμο, είμαι [το] φως τού κόσμου.
6Αφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω, και από το φτύσιμο έκανε πηλό, και άλειψε τον πηλό επάνω στα μάτια τού τυφλού·
7και του είπε: Πήγαινε, νίψου στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, (που μεταφράζεται: Αποσταλμένος). Πήγε, λοιπόν, και νίφτηκε, και γύρισε βλέποντας.
8Και οι γείτονες, και όσοι τον έβλεπαν πρωτύτερα ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητιάνευε;
9Άλλοι έλεγαν, ότι: Αυτός είναι· και άλλοι ότι: Είναι ένας που του μοιάζει· εκείνος έλεγε, ότι: Εγώ είμαι.
10Του έλεγαν, λοιπόν: Πώς άνοιξαν τα μάτια σου;
11Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: Ένας άνθρωπος, που λέγεται Ιησούς, έκανε πηλό, και άλειψε τα μάτια μου, και μου είπε: Πήγαινε στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, και νίψου. Και αφού πήγα και πλύθηκα, ανέκτησα την όρασή μου.
12Του είπαν, λοιπόν: Πού είναι εκείνος; Λέει: Δεν ξέρω.
13Τον φέρνουν στους Φαρισαίους, αυτόν τον άλλοτε τυφλό.
14Και ήταν σάββατο, όταν ο Ιησούς έκανε τον πηλό, και άνοιξε τα μάτια του.
15Τον ρωτούσαν, λοιπόν, ξανά και οι Φαρισαίοι, πώς είδε το φως του. Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Έβαλε πηλό επάνω στα μάτια μου, και νίφτηκα και βλέπω.
16Μερικοί από τους Φαρισαίους, λοιπόν, έλεγαν: Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεό, επειδή δεν τηρεί το σάββατο. Άλλοι έλεγαν: Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια θαύματα; Και υπήρχε σχίσμα αναμεταξύ τους.
17Λένε ξανά στον τυφλό: Εσύ τι λες γι' αυτόν, επειδή άνοιξε τα μάτια σου; Κι εκείνος είπε, ότι: Είναι προφήτης.
18Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, δεν πίστεψαν γι' αυτόν ότι ήταν τυφλός και ότι είδε το φως του, μέχρις ότου φώναξαν τους γονείς εκείνου που είδε το φως του·
19και τους ρώτησαν, λέγοντας: Είναι αυτός ο γιος σας, που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;
20Οι γονείς του αποκρίθηκαν σ' αυτούς, και είπαν: Ξέρουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας, και ότι γεννήθηκε τυφλός·
21πώς, όμως, τώρα βλέπει δεν ξέρουμε· ή, ποιος άνοιξε τα μάτια του, εμείς δεν ξέρουμε· αυτός έχει ηλικία, ρωτήστε τον ίδιο· αυτός θα μιλήσει για τον εαυτό του.
22Αυτά είπαν οι γονείς του, επειδή φοβόνταν τούς Ιουδαίους· για το ότι οι Ιουδαίοι είχαν ήδη συμφωνήσει, αν κάποιος τον ομολογήσει [ως] Χριστό, να γίνει αποσυνάγωγος.
23Γι' αυτό, οι γονείς του είπαν, ότι: Έχει ηλικία, ρωτήστε τον ίδιο.
24Φώναξαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός, και του είπαν: Δόξασε τον Θεό· εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός.
25Εκείνος, λοιπόν, αποκρίθηκε και είπε: Αν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω· ένα ξέρω, ότι ήμουν τυφλός, και τώρα βλέπω.
26Του είπαν δε ξανά: Τι σου έκανε; Πώς άνοιξε τα μάτια σου;
27Τους αποκρίθηκε: Σας είπα ήδη, και δεν ακούσατε· γιατί πάλι θέλετε να [το] ακούτε; Μήπως κι εσείς θέλετε να γίνετε μαθητές του;
28Τον χλεύασαν, λοιπόν, και είπαν: Εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς, όμως, είμαστε μαθητές τού Μωυσή·
29εμείς ξέρουμε ότι ο Θεός μίλησε στον Μωυσή· τούτον, όμως, δεν ξέρουμε από πού είναι.
30Ο άνθρωπος αποκρίθηκε και τους είπε: Κατά τούτο, μάλιστα, είναι το θαυμαστό, ότι εσείς δεν ξέρετε από πού είναι, και μου άνοιξε τα μάτια.
31Και ξέρουμε ότι ο Θεός αμαρτωλούς δεν ακούει· αλλά, αν κάποιος είναι θεοσεβής, και κάνει το θέλημά του, αυτόν ακούει.
32Από τον αιώνα δεν έχει ακουστεί, ότι κάποιος έχει ανοίξει τα μάτια ενός που γεννήθηκε τυφλός.
33Αν αυτός δεν ήταν από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε.
34Αποκρίθηκαν και του είπαν: Εσύ γεννήθηκες ολόκληρος μέσα σε αμαρτίες, και εσύ διδάσκεις εμάς; Και τον έβγαλαν έξω.
35Ο Ιησούς άκουσε ότι τον έβγαλαν έξω, και όταν τον βρήκε, του είπε: Εσύ πιστεύεις στον Υιό τού Θεού;
36Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: Ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω σ' αυτόν;
37Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Και τον είδες, κι αυτός που μιλάει μαζί σου, εκείνος είναι.
38Κι εκείνος είπε: Κύριε, πιστεύω. Και τον προσκύνησε.
39Και ο Ιησούς είπε: Εγώ για κρίση ήρθα σε τούτο τον κόσμο, για να βλέπουν αυτοί που δεν βλέπουν, και για να γίνουν τυφλοί αυτοί που βλέπουν.
40Και [τα] άκουσαν αυτά, όσοι από τους Φαρισαίους ήσαν μαζί του, και του είπαν: Μήπως κι εμείς είμαστε τυφλοί;
41Ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Αν ήσασταν τυφλοί, δεν θα είχατε αμαρτία· τώρα, όμως, λέτε ότι: Βλέπουμε· η αμαρτία σας, λοιπόν, μένει.
Ιωάννην 6:25-59
25Και όταν τον βρήκαν, πέρα από τη θάλασσα, του είπαν: Ραββί, πότε ήρθες εδώ;
26Ο Ιησούς αποκρίθηκε σ' αυτούς και είπε: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, με ζητάτε, όχι επειδή είδατε θαύματα, αλλά επειδή φάγατε από τα ψωμιά και χορτάσατε.
27Εργάζεστε όχι για την τροφή που φθείρεται, αλλά για την τροφή που μένει σε αιώνια ζωή, την οποία ο Υιός τού ανθρώπου θα σας δώσει· επειδή, τούτον σφράγισε ο Πατέρας, ο Θεός.
28Του είπαν, λοιπόν: Τι να κάνουμε για να εργαζόμαστε τα έργα τού Θεού;
29Ο Ιησούς αποκρίθηκε και τους είπε: Τούτο είναι το έργο τού Θεού, να πιστέψετε σ' [αυτόν] τον οποίον εκείνος απέστειλε.
30Τότε, του είπαν: Ποιο σημείο, λοιπόν, κάνεις εσύ, για να δούμε και να πιστέψουμε σε σένα; Τι εργάζεσαι;
31Οι πατέρες μας έφαγαν το μάννα μέσα στην έρημο, όπως είναι γραμμένο: «Άρτον από τον ουρανό έδωσε σ' αυτούς να φάνε».
32Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε προς αυτούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Δεν σας έδωσε τον άρτο από τον ουρανό ο Μωυσής· αλλά, ο Πατέρας μου σας δίνει τον άρτο τον αληθινό από τον ουρανό.
33Επειδή, ο άρτος τού Θεού είναι αυτός που κατεβαίνει από τον ουρανό, και δίνει ζωή στον κόσμο.
34Του είπαν, λοιπόν: Κύριε, δώσε μας πάντοτε τούτον τον άρτο.
35Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Εγώ είμαι ο άρτος τής ζωής· όποιος έρχεται σε μένα, δεν θα πεινάσει· και όποιος πιστεύει σε μένα, δεν θα διψάσει ποτέ.
36Όμως, σας είπα ότι, και με είδατε και δεν πιστεύετε.
37Κάθε τι που μου δίνει ο Πατέρας, θάρθει σε μένα· και εκείνον που έρχεται σε μένα, δεν θα τον βγάλω έξω·
38επειδή, κατέβηκα από τον ουρανό, όχι για να κάνω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα εκείνου που με απέστειλε.
39Και το θέλημα του Πατέρα, που με απέστειλε, είναι τούτο: Κάθε τι που μου έδωσε, να μη απολέσω [τίποτε] απ' αυτό, αλλά να το αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα.
40Και το θέλημα εκείνου που με απέστειλε είναι τούτο: Καθένας που βλέπει τον Υιό και πιστεύει σ' αυτόν, να έχει αιώνια ζωή, και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα.
41Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, γόγγυζαν γι' αυτόν, επειδή είπε: Εγώ είμαι ο άρτος, που κατέβηκε από τον ουρανό·
42και έλεγαν: Δεν είναι αυτός ο Ιησούς, ο γιος τού Ιωσήφ, του οποίου εμείς γνωρίζουμε τον πατέρα και τη μητέρα; Πώς, λοιπόν, αυτός λέει ότι, κατέβηκα από τον ουρανό;
43Ο Ιησούς αποκρίθηκε, λοιπόν, και τους είπε: Μη γογγύζετε αναμεταξύ σας.
44Κανένας δεν μπορεί νάρθει σε μένα, αν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας που με απέστειλε· και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα.
45Είναι γραμμένο στους προφήτες: «Και όλοι θα είναι διδακτοί τού Θεού». Καθένας, λοιπόν, που θα ακούσει από τον Πατέρα και θα μάθει, έρχεται σε μένα.
46Όχι ότι κάποιος είδε τον Πατέρα, παρά μονάχα εκείνος που είναι από τον Θεό· αυτός είδε τον Πατέρα.
47Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Εκείνος που πιστεύει σε μένα, έχει αιώνια ζωή.
48Εγώ είμαι ο άρτος τής ζωής.
49Οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα μέσα στην έρημο και πέθαναν.
50Αυτός είναι ο άρτος, που κατεβαίνει από τον ουρανό, για να φάει κάποιος απ' αυτόν και να μη πεθάνει.
51Εγώ είμαι ο άρτος ο ζωντανός, που κατέβηκε από τον ουρανό. Αν κάποιος φάει απ' αυτόν τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα. Και, μάλιστα, ο άρτος τον οποίο εγώ θα δώσω, είναι η σάρκα μου, που εγώ θα δώσω χάρη τής ζωής τού κόσμου.
52Οι Ιουδαίοι μάχονταν, λοιπόν, αναμεταξύ τους, λέγοντας: Πώς μπορεί αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του;
53Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε σ' αυτούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Αν δεν φάτε τη σάρκα τού Υιού τού ανθρώπου, και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε μέσα σας ζωή.
54Όποιος τρώει τη σάρκα μου, και πίνει το αίμα μου, έχει αιώνια ζωή, και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα.
55Επειδή, η σάρκα μου, αληθινά, είναι τροφή, και το αίμα μου, αληθινά, είναι πόση.
56Όποιος τρώει τη σάρκα μου, και πίνει το αίμα μου, μένει σε ενότητα με μένα και εγώ σε ενότητα μ' αυτόν.
57Όπως με απέστειλε ο Πατέρας που ζει, και εγώ ζω για τον Πατέρα, έτσι και όποιος με τρώει, θα ζήσει και εκείνος για μένα.
58Αυτός είναι ο άρτος, που κατέβηκε από τον ουρανό· όχι όπως οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα, και πέθαναν· όποιος τρώει τούτον τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα.
59Αυτά είπε μέσα στη συναγωγή διδάσκοντας στην Καπερναούμ.

Επιμονή των Αγίων

Ρωμαίους 8:35-39

Ιωάννην 10:1-10
1Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, όποιος δεν μπαίνει διαμέσου τής θύρας στην αυλή των προβάτων, αλλά ανεβαίνει από αλλού, εκείνος είναι κλέφτης και ληστής.
2Όποιος, όμως, μπαίνει διαμέσου τής θύρας, είναι ο ποιμένας των προβάτων.
3Σε τούτον ο θυρωρός ανοίγει· και τα πρόβατα ακούν τη φωνή του· και τα δικά του πρόβατα τα φωνάζει με το όνομά τους, και τα βγάζει έξω.
4Και όταν βγάλει έξω τα δικά του πρόβατα, πηγαίνει μπροστά τους· και τα πρόβατα τον ακολουθούν, επειδή γνωρίζουν τη φωνή του.
5Ξένον, όμως, δεν θα ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν απ' αυτόν· επειδή, δεν γνωρίζουν τη φωνή των ξένων.
6Ο Ιησούς είπε προς αυτούς τούτη την παραβολή· εκείνοι, όμως, δεν κατάλαβαν τι ήσαν αυτά που τους μιλούσε.
7Ο Ιησούς, λοιπόν, τους είπε ξανά: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα ότι εγώ είμαι η θύρα των προβάτων.
8Όλοι όσοι ήρθαν πριν από μένα, είναι κλέφτες και ληστές· αλλά, τα πρόβατα δεν τους άκουσαν.
9Εγώ είμαι η θύρα· όποιος μπει μέσα διαμέσου εμού, θα σωθεί, και θα μπει μέσα, και θα βγει έξω, και θα βρει βοσκή.
10Ο κλέφτης δεν έρχεται, παρά για να κλέψει, να σφάξει και να εξολοθρεύσει· εγώ ήρθα για να έχουν ζωή, και να την έχουν με αφθονία.
Ιωάννην 9:1-41
1ΚΑΙ ενώ αναχωρούσε, είδε έναν άνθρωπο τυφλόν εκ γενετής.
2Και οι μαθητές του τον ρώτησαν, λέγοντας: Ραββί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός;
3Ο Ιησούς αποκρίθηκε: Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του· αλλά, για να φανερωθούν τα έργα τού Θεού σ' αυτόν.
4Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα εκείνου που με απέστειλε, όσο είναι ημέρα· έρχεται νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται.
5Ενόσω είμαι μέσα στον κόσμο, είμαι [το] φως τού κόσμου.
6Αφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω, και από το φτύσιμο έκανε πηλό, και άλειψε τον πηλό επάνω στα μάτια τού τυφλού·
7και του είπε: Πήγαινε, νίψου στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, (που μεταφράζεται: Αποσταλμένος). Πήγε, λοιπόν, και νίφτηκε, και γύρισε βλέποντας.
8Και οι γείτονες, και όσοι τον έβλεπαν πρωτύτερα ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητιάνευε;
9Άλλοι έλεγαν, ότι: Αυτός είναι· και άλλοι ότι: Είναι ένας που του μοιάζει· εκείνος έλεγε, ότι: Εγώ είμαι.
10Του έλεγαν, λοιπόν: Πώς άνοιξαν τα μάτια σου;
11Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: Ένας άνθρωπος, που λέγεται Ιησούς, έκανε πηλό, και άλειψε τα μάτια μου, και μου είπε: Πήγαινε στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, και νίψου. Και αφού πήγα και πλύθηκα, ανέκτησα την όρασή μου.
12Του είπαν, λοιπόν: Πού είναι εκείνος; Λέει: Δεν ξέρω.
13Τον φέρνουν στους Φαρισαίους, αυτόν τον άλλοτε τυφλό.
14Και ήταν σάββατο, όταν ο Ιησούς έκανε τον πηλό, και άνοιξε τα μάτια του.
15Τον ρωτούσαν, λοιπόν, ξανά και οι Φαρισαίοι, πώς είδε το φως του. Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Έβαλε πηλό επάνω στα μάτια μου, και νίφτηκα και βλέπω.
16Μερικοί από τους Φαρισαίους, λοιπόν, έλεγαν: Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεό, επειδή δεν τηρεί το σάββατο. Άλλοι έλεγαν: Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια θαύματα; Και υπήρχε σχίσμα αναμεταξύ τους.
17Λένε ξανά στον τυφλό: Εσύ τι λες γι' αυτόν, επειδή άνοιξε τα μάτια σου; Κι εκείνος είπε, ότι: Είναι προφήτης.
18Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, δεν πίστεψαν γι' αυτόν ότι ήταν τυφλός και ότι είδε το φως του, μέχρις ότου φώναξαν τους γονείς εκείνου που είδε το φως του·
19και τους ρώτησαν, λέγοντας: Είναι αυτός ο γιος σας, που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;
20Οι γονείς του αποκρίθηκαν σ' αυτούς, και είπαν: Ξέρουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας, και ότι γεννήθηκε τυφλός·
21πώς, όμως, τώρα βλέπει δεν ξέρουμε· ή, ποιος άνοιξε τα μάτια του, εμείς δεν ξέρουμε· αυτός έχει ηλικία, ρωτήστε τον ίδιο· αυτός θα μιλήσει για τον εαυτό του.
22Αυτά είπαν οι γονείς του, επειδή φοβόνταν τούς Ιουδαίους· για το ότι οι Ιουδαίοι είχαν ήδη συμφωνήσει, αν κάποιος τον ομολογήσει [ως] Χριστό, να γίνει αποσυνάγωγος.
23Γι' αυτό, οι γονείς του είπαν, ότι: Έχει ηλικία, ρωτήστε τον ίδιο.
24Φώναξαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός, και του είπαν: Δόξασε τον Θεό· εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός.
25Εκείνος, λοιπόν, αποκρίθηκε και είπε: Αν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω· ένα ξέρω, ότι ήμουν τυφλός, και τώρα βλέπω.
26Του είπαν δε ξανά: Τι σου έκανε; Πώς άνοιξε τα μάτια σου;
27Τους αποκρίθηκε: Σας είπα ήδη, και δεν ακούσατε· γιατί πάλι θέλετε να [το] ακούτε; Μήπως κι εσείς θέλετε να γίνετε μαθητές του;
28Τον χλεύασαν, λοιπόν, και είπαν: Εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς, όμως, είμαστε μαθητές τού Μωυσή·
29εμείς ξέρουμε ότι ο Θεός μίλησε στον Μωυσή· τούτον, όμως, δεν ξέρουμε από πού είναι.
30Ο άνθρωπος αποκρίθηκε και τους είπε: Κατά τούτο, μάλιστα, είναι το θαυμαστό, ότι εσείς δεν ξέρετε από πού είναι, και μου άνοιξε τα μάτια.
31Και ξέρουμε ότι ο Θεός αμαρτωλούς δεν ακούει· αλλά, αν κάποιος είναι θεοσεβής, και κάνει το θέλημά του, αυτόν ακούει.
32Από τον αιώνα δεν έχει ακουστεί, ότι κάποιος έχει ανοίξει τα μάτια ενός που γεννήθηκε τυφλός.
33Αν αυτός δεν ήταν από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε.
34Αποκρίθηκαν και του είπαν: Εσύ γεννήθηκες ολόκληρος μέσα σε αμαρτίες, και εσύ διδάσκεις εμάς; Και τον έβγαλαν έξω.
35Ο Ιησούς άκουσε ότι τον έβγαλαν έξω, και όταν τον βρήκε, του είπε: Εσύ πιστεύεις στον Υιό τού Θεού;
36Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: Ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω σ' αυτόν;
37Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Και τον είδες, κι αυτός που μιλάει μαζί σου, εκείνος είναι.
38Κι εκείνος είπε: Κύριε, πιστεύω. Και τον προσκύνησε.
39Και ο Ιησούς είπε: Εγώ για κρίση ήρθα σε τούτο τον κόσμο, για να βλέπουν αυτοί που δεν βλέπουν, και για να γίνουν τυφλοί αυτοί που βλέπουν.
40Και [τα] άκουσαν αυτά, όσοι από τους Φαρισαίους ήσαν μαζί του, και του είπαν: Μήπως κι εμείς είμαστε τυφλοί;
41Ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Αν ήσασταν τυφλοί, δεν θα είχατε αμαρτία· τώρα, όμως, λέτε ότι: Βλέπουμε· η αμαρτία σας, λοιπόν, μένει.
Ιωάννην 6:25-59
25Και όταν τον βρήκαν, πέρα από τη θάλασσα, του είπαν: Ραββί, πότε ήρθες εδώ;
26Ο Ιησούς αποκρίθηκε σ' αυτούς και είπε: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, με ζητάτε, όχι επειδή είδατε θαύματα, αλλά επειδή φάγατε από τα ψωμιά και χορτάσατε.
27Εργάζεστε όχι για την τροφή που φθείρεται, αλλά για την τροφή που μένει σε αιώνια ζωή, την οποία ο Υιός τού ανθρώπου θα σας δώσει· επειδή, τούτον σφράγισε ο Πατέρας, ο Θεός.
28Του είπαν, λοιπόν: Τι να κάνουμε για να εργαζόμαστε τα έργα τού Θεού;
29Ο Ιησούς αποκρίθηκε και τους είπε: Τούτο είναι το έργο τού Θεού, να πιστέψετε σ' [αυτόν] τον οποίον εκείνος απέστειλε.
30Τότε, του είπαν: Ποιο σημείο, λοιπόν, κάνεις εσύ, για να δούμε και να πιστέψουμε σε σένα; Τι εργάζεσαι;
31Οι πατέρες μας έφαγαν το μάννα μέσα στην έρημο, όπως είναι γραμμένο: «Άρτον από τον ουρανό έδωσε σ' αυτούς να φάνε».
32Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε προς αυτούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Δεν σας έδωσε τον άρτο από τον ουρανό ο Μωυσής· αλλά, ο Πατέρας μου σας δίνει τον άρτο τον αληθινό από τον ουρανό.
33Επειδή, ο άρτος τού Θεού είναι αυτός που κατεβαίνει από τον ουρανό, και δίνει ζωή στον κόσμο.
34Του είπαν, λοιπόν: Κύριε, δώσε μας πάντοτε τούτον τον άρτο.
35Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Εγώ είμαι ο άρτος τής ζωής· όποιος έρχεται σε μένα, δεν θα πεινάσει· και όποιος πιστεύει σε μένα, δεν θα διψάσει ποτέ.
36Όμως, σας είπα ότι, και με είδατε και δεν πιστεύετε.
37Κάθε τι που μου δίνει ο Πατέρας, θάρθει σε μένα· και εκείνον που έρχεται σε μένα, δεν θα τον βγάλω έξω·
38επειδή, κατέβηκα από τον ουρανό, όχι για να κάνω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα εκείνου που με απέστειλε.
39Και το θέλημα του Πατέρα, που με απέστειλε, είναι τούτο: Κάθε τι που μου έδωσε, να μη απολέσω [τίποτε] απ' αυτό, αλλά να το αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα.
40Και το θέλημα εκείνου που με απέστειλε είναι τούτο: Καθένας που βλέπει τον Υιό και πιστεύει σ' αυτόν, να έχει αιώνια ζωή, και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα.
41Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, γόγγυζαν γι' αυτόν, επειδή είπε: Εγώ είμαι ο άρτος, που κατέβηκε από τον ουρανό·
42και έλεγαν: Δεν είναι αυτός ο Ιησούς, ο γιος τού Ιωσήφ, του οποίου εμείς γνωρίζουμε τον πατέρα και τη μητέρα; Πώς, λοιπόν, αυτός λέει ότι, κατέβηκα από τον ουρανό;
43Ο Ιησούς αποκρίθηκε, λοιπόν, και τους είπε: Μη γογγύζετε αναμεταξύ σας.
44Κανένας δεν μπορεί νάρθει σε μένα, αν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας που με απέστειλε· και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα.
45Είναι γραμμένο στους προφήτες: «Και όλοι θα είναι διδακτοί τού Θεού». Καθένας, λοιπόν, που θα ακούσει από τον Πατέρα και θα μάθει, έρχεται σε μένα.
46Όχι ότι κάποιος είδε τον Πατέρα, παρά μονάχα εκείνος που είναι από τον Θεό· αυτός είδε τον Πατέρα.
47Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Εκείνος που πιστεύει σε μένα, έχει αιώνια ζωή.
48Εγώ είμαι ο άρτος τής ζωής.
49Οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα μέσα στην έρημο και πέθαναν.
50Αυτός είναι ο άρτος, που κατεβαίνει από τον ουρανό, για να φάει κάποιος απ' αυτόν και να μη πεθάνει.
51Εγώ είμαι ο άρτος ο ζωντανός, που κατέβηκε από τον ουρανό. Αν κάποιος φάει απ' αυτόν τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα. Και, μάλιστα, ο άρτος τον οποίο εγώ θα δώσω, είναι η σάρκα μου, που εγώ θα δώσω χάρη τής ζωής τού κόσμου.
52Οι Ιουδαίοι μάχονταν, λοιπόν, αναμεταξύ τους, λέγοντας: Πώς μπορεί αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του;
53Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε σ' αυτούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Αν δεν φάτε τη σάρκα τού Υιού τού ανθρώπου, και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε μέσα σας ζωή.
54Όποιος τρώει τη σάρκα μου, και πίνει το αίμα μου, έχει αιώνια ζωή, και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα.
55Επειδή, η σάρκα μου, αληθινά, είναι τροφή, και το αίμα μου, αληθινά, είναι πόση.
56Όποιος τρώει τη σάρκα μου, και πίνει το αίμα μου, μένει σε ενότητα με μένα και εγώ σε ενότητα μ' αυτόν.
57Όπως με απέστειλε ο Πατέρας που ζει, και εγώ ζω για τον Πατέρα, έτσι και όποιος με τρώει, θα ζήσει και εκείνος για μένα.
58Αυτός είναι ο άρτος, που κατέβηκε από τον ουρανό· όχι όπως οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα, και πέθαναν· όποιος τρώει τούτον τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα.
59Αυτά είπε μέσα στη συναγωγή διδάσκοντας στην Καπερναούμ.
Ρωμαίους 8:35-39
35Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη τού Χριστού; Θλίψη ή στενοχώρια ή διωγμός ή πείνα ή γυμνότητα ή κίνδυνος ή μάχαιρα;
36(Καθώς είναι γραμμένο: «Ότι για χάρη σου θανατωνόμαστε όλη την ημέρα· λογαριαστήκαμε σαν πρόβατα για σφαγή»).
37Σε όλα αυτά, όμως, υπερνικούμε, διαμέσου εκείνου που μας αγάπησε.
38Επειδή, είμαι πεπεισμένος ότι, ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχές ούτε δυνάμεις ούτε παρόντα ούτε μέλλοντα
39ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε κάποια άλλη κτίση, θα μπορέσει να μας χωρίσει από την αγάπη τού Θεού, η οποία [υπάρχει] στον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας.