Ο νηπιοβαπτισμός δεν είναι Βιβλικός

Διάφορες Γραφές

Δαίμονες, σεισμοί και φυλακισμοί

Πράξεις 16:16-40

Πράξεις 16:16-40
16Και ενώ πορευόμασταν στην προσευχή, μας συνάντησε κάποια δούλη, που είχε πνεύμα πύθωνα, η οποία έδινε πολύ κέρδος στους κυρίους της, ασκώντας μαντεία.
17Αυτή, ακολουθώντας τον Παύλο κι εμάς, έκραζε λέγοντας: Οι άνθρωποι αυτοί είναι δούλοι τού ύψιστου Θεού, οι οποίοι κηρύττουν σ' εμάς δρόμο σωτηρίας.
18Κι αυτό το έκανε για πολλές ημέρες. Ο δε Παύλος, επειδή [το] θεώρησε βάρος, και καθώς στράφηκε [προς τα πίσω], είπε στο πνεύμα: Σε προστάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού να βγεις έξω απ' αυτή. Και βγήκε έξω την ίδια εκείνη ώρα.
19Και όταν οι κύριοί της είδαν ότι βγήκε η ελπίδα τού κέρδους τους, πιάνοντας τον Παύλο και τον Σίλα, τους έσυραν στην αγορά προς τους άρχοντες·
20και φέρνοντάς τους προς τους στρατηγούς, είπαν: Αυτοί οι άνθρωποι, που είναι Ιουδαίοι, αναταράζουν την πόλη μας·
21και διδάσκουν έθιμα, που δεν μας είναι επιτρεπτό να παραδεχόμαστε, ούτε να τα πράττουμε, επειδή [εμείς] είμαστε Ρωμαίοι.
22Και ο όχλος, όρμησε μαζί εναντίον τους, και οι στρατηγοί, αφού έσχισαν τα ιμάτιά τους, πρόσταζαν να [τους] ραβδίζουν.
23Και αφού τούς έδωσαν πολλούς ραβδισμούς, τους έβαλαν σε φυλακή, δίνοντας παραγγελία στον δεσμοφύλακα να τους φυλάττει με ασφάλεια·
24ο οποίος, μια και πήρε τέτοια παραγγελία, τους έβαλε στην εσώτερη φυλακή, και έκλεισε τα πόδια τους στο ξύλο.
25Και κατά τα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας καθώς προσεύχονταν υμνούσαν τον Θεό· και τους άκουγαν με προσοχή οι φυλακισμένοι.
26Και ξαφνικά έγινε μεγάλος σεισμός, ώστε σαλεύτηκαν τα θεμέλια του δεσμωτηρίου· κι αμέσως άνοιξαν όλες οι θύρες, και λύθηκαν απ' όλους τα δεσμά.
27Και όταν ο δεσμοφύλακας ξύπνησε, και είδε ανοιγμένες τις θύρες τής φυλακής, έσυρε μια μάχαιρα, και επρόκειτο να αυτοθανατωθεί, νομίζοντας ότι οι δέσμιοι είχαν φύγει.
28Όμως, ο Παύλος έκραξε με δυνατή φωνή, λέγοντας: Μη πράξεις τίποτε κακό στον εαυτό σου· επειδή, όλοι είμαστε εδώ.
29Και αφού ζήτησε φώτα, πήδησε μέσα, και κατατρομαγμένος, έπεσε μπροστά στον Παύλο και στον Σίλα·
30και αφού τους έβγαλε έξω, είπε: Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;
31Και εκείνοι είπαν: Πίστεψε στον Κύριο Ιησού Χριστό, και θα σωθείς, εσύ και η οικογένειά σου.
32Και του μίλησαν τον λόγο τού Κυρίου, και σε όλους, αυτούς που [ήσαν] μέσα στο σπίτι του.
33Και παίρνοντάς τους κατά την ώρα εκείνη τής νύχτας, έλουσε τις πληγές τους· και βαπτίστηκε αμέσως αυτός και όλοι εκείνοι που ήσαν μαζί του·
34και όταν τούς ανέβασε στο σπίτι του, τους παρέθεσε τραπέζι, και ευφράνθηκε με ολόκληρη την οικογένειά του, καθώς πίστεψε στον Θεό.
35Και όταν έγινε ημέρα, οι στρατηγοί έστειλαν τους ραβδούχους, λέγοντας: Απόλυσε τους ανθρώπους εκείνους.
36Και ο δεσμοφύλακας ανήγγειλε αυτά τα λόγια στον Παύλο, [λέγοντας] ότι: Οι στρατηγοί έστειλαν για να απολυθείτε· τώρα, λοιπόν, βγείτε έξω, και πηγαίνετε με ειρήνη·
37ο Παύλος, όμως, τους είπε: Ενώ μας έδειραν δημόσια, χωρίς να καταδικαστούμε, αν και είμαστε Ρωμαίοι πολίτες, μας έβαλαν σε φυλακή, και τώρα μας βγάζουν έξω κρυφά; Όχι, βέβαια· αλλά, ας έρθουν αυτοί και ας μας βγάλουν.
38Οι ραβδούχοι ανήγγειλαν τα λόγια αυτά στους στρατηγούς· και φοβήθηκαν, όταν άκουσαν ότι είναι Ρωμαίοι·
39και καθώς ήρθαν, τους παρακάλεσαν, και αφού τους έβγαλαν έξω, [τους] παρακαλούσαν να αναχωρήσουν από την πόλη.
40Και εκείνοι, όταν βγήκαν από τη φυλακή, πήγαν στο σπίτι τής Λυδίας· και αφού είδαν τούς αδελφούς, τους παρηγόρησαν, και αναχώρησαν.

Ο Πιστός Θωμάς

Ιωάννην 20:24-29

Πράξεις 16:16-40
16Και ενώ πορευόμασταν στην προσευχή, μας συνάντησε κάποια δούλη, που είχε πνεύμα πύθωνα, η οποία έδινε πολύ κέρδος στους κυρίους της, ασκώντας μαντεία.
17Αυτή, ακολουθώντας τον Παύλο κι εμάς, έκραζε λέγοντας: Οι άνθρωποι αυτοί είναι δούλοι τού ύψιστου Θεού, οι οποίοι κηρύττουν σ' εμάς δρόμο σωτηρίας.
18Κι αυτό το έκανε για πολλές ημέρες. Ο δε Παύλος, επειδή [το] θεώρησε βάρος, και καθώς στράφηκε [προς τα πίσω], είπε στο πνεύμα: Σε προστάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού να βγεις έξω απ' αυτή. Και βγήκε έξω την ίδια εκείνη ώρα.
19Και όταν οι κύριοί της είδαν ότι βγήκε η ελπίδα τού κέρδους τους, πιάνοντας τον Παύλο και τον Σίλα, τους έσυραν στην αγορά προς τους άρχοντες·
20και φέρνοντάς τους προς τους στρατηγούς, είπαν: Αυτοί οι άνθρωποι, που είναι Ιουδαίοι, αναταράζουν την πόλη μας·
21και διδάσκουν έθιμα, που δεν μας είναι επιτρεπτό να παραδεχόμαστε, ούτε να τα πράττουμε, επειδή [εμείς] είμαστε Ρωμαίοι.
22Και ο όχλος, όρμησε μαζί εναντίον τους, και οι στρατηγοί, αφού έσχισαν τα ιμάτιά τους, πρόσταζαν να [τους] ραβδίζουν.
23Και αφού τούς έδωσαν πολλούς ραβδισμούς, τους έβαλαν σε φυλακή, δίνοντας παραγγελία στον δεσμοφύλακα να τους φυλάττει με ασφάλεια·
24ο οποίος, μια και πήρε τέτοια παραγγελία, τους έβαλε στην εσώτερη φυλακή, και έκλεισε τα πόδια τους στο ξύλο.
25Και κατά τα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας καθώς προσεύχονταν υμνούσαν τον Θεό· και τους άκουγαν με προσοχή οι φυλακισμένοι.
26Και ξαφνικά έγινε μεγάλος σεισμός, ώστε σαλεύτηκαν τα θεμέλια του δεσμωτηρίου· κι αμέσως άνοιξαν όλες οι θύρες, και λύθηκαν απ' όλους τα δεσμά.
27Και όταν ο δεσμοφύλακας ξύπνησε, και είδε ανοιγμένες τις θύρες τής φυλακής, έσυρε μια μάχαιρα, και επρόκειτο να αυτοθανατωθεί, νομίζοντας ότι οι δέσμιοι είχαν φύγει.
28Όμως, ο Παύλος έκραξε με δυνατή φωνή, λέγοντας: Μη πράξεις τίποτε κακό στον εαυτό σου· επειδή, όλοι είμαστε εδώ.
29Και αφού ζήτησε φώτα, πήδησε μέσα, και κατατρομαγμένος, έπεσε μπροστά στον Παύλο και στον Σίλα·
30και αφού τους έβγαλε έξω, είπε: Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;
31Και εκείνοι είπαν: Πίστεψε στον Κύριο Ιησού Χριστό, και θα σωθείς, εσύ και η οικογένειά σου.
32Και του μίλησαν τον λόγο τού Κυρίου, και σε όλους, αυτούς που [ήσαν] μέσα στο σπίτι του.
33Και παίρνοντάς τους κατά την ώρα εκείνη τής νύχτας, έλουσε τις πληγές τους· και βαπτίστηκε αμέσως αυτός και όλοι εκείνοι που ήσαν μαζί του·
34και όταν τούς ανέβασε στο σπίτι του, τους παρέθεσε τραπέζι, και ευφράνθηκε με ολόκληρη την οικογένειά του, καθώς πίστεψε στον Θεό.
35Και όταν έγινε ημέρα, οι στρατηγοί έστειλαν τους ραβδούχους, λέγοντας: Απόλυσε τους ανθρώπους εκείνους.
36Και ο δεσμοφύλακας ανήγγειλε αυτά τα λόγια στον Παύλο, [λέγοντας] ότι: Οι στρατηγοί έστειλαν για να απολυθείτε· τώρα, λοιπόν, βγείτε έξω, και πηγαίνετε με ειρήνη·
37ο Παύλος, όμως, τους είπε: Ενώ μας έδειραν δημόσια, χωρίς να καταδικαστούμε, αν και είμαστε Ρωμαίοι πολίτες, μας έβαλαν σε φυλακή, και τώρα μας βγάζουν έξω κρυφά; Όχι, βέβαια· αλλά, ας έρθουν αυτοί και ας μας βγάλουν.
38Οι ραβδούχοι ανήγγειλαν τα λόγια αυτά στους στρατηγούς· και φοβήθηκαν, όταν άκουσαν ότι είναι Ρωμαίοι·
39και καθώς ήρθαν, τους παρακάλεσαν, και αφού τους έβγαλαν έξω, [τους] παρακαλούσαν να αναχωρήσουν από την πόλη.
40Και εκείνοι, όταν βγήκαν από τη φυλακή, πήγαν στο σπίτι τής Λυδίας· και αφού είδαν τούς αδελφούς, τους παρηγόρησαν, και αναχώρησαν.
Ιωάννην 20:24-29
24Ο Θωμάς, όμως, ένας από τους 12, που λέγεται Δίδυμος, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς.
25Του έλεγαν, λοιπόν, οι άλλοι μαθητές: Είδαμε τον Κύριο. Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Αν δεν δω στα χέρια του το σημάδι των καρφιών, και δεν βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν θα πιστέψω.
26Και έπειτα από οκτώ ημέρες, οι μαθητές του ήσαν πάλι μέσα [στο σπίτι], και ο Θωμάς μαζί τους. Ενώ οι θύρες ήσαν κλεισμένες, έρχεται ο Ιησούς, και στάθηκε στο μέσον, και είπε: Ειρήνη σε σας.
27Έπειτα, λέει στον Θωμά: Φέρε εδώ το δάχτυλό σου, και δες τα χέρια μου· και φέρε το χέρι σου και βάλε στην πλευρά μου· και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός.
28Και ο Θωμάς αποκρίθηκε, και είπε σ' αυτόν: Ο Κύριός μου, και ο Θεός μου.
29Ο Ιησούς λέει σ' αυτόν: Θωμά, επειδή με είδες, πίστεψες· μακάριοι όσοι δεν είδαν, και πίστεψαν.

Αντίχριστος και σοκολάτα

Διάφορες Γραφές

Πράξεις 16:16-40
16Και ενώ πορευόμασταν στην προσευχή, μας συνάντησε κάποια δούλη, που είχε πνεύμα πύθωνα, η οποία έδινε πολύ κέρδος στους κυρίους της, ασκώντας μαντεία.
17Αυτή, ακολουθώντας τον Παύλο κι εμάς, έκραζε λέγοντας: Οι άνθρωποι αυτοί είναι δούλοι τού ύψιστου Θεού, οι οποίοι κηρύττουν σ' εμάς δρόμο σωτηρίας.
18Κι αυτό το έκανε για πολλές ημέρες. Ο δε Παύλος, επειδή [το] θεώρησε βάρος, και καθώς στράφηκε [προς τα πίσω], είπε στο πνεύμα: Σε προστάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού να βγεις έξω απ' αυτή. Και βγήκε έξω την ίδια εκείνη ώρα.
19Και όταν οι κύριοί της είδαν ότι βγήκε η ελπίδα τού κέρδους τους, πιάνοντας τον Παύλο και τον Σίλα, τους έσυραν στην αγορά προς τους άρχοντες·
20και φέρνοντάς τους προς τους στρατηγούς, είπαν: Αυτοί οι άνθρωποι, που είναι Ιουδαίοι, αναταράζουν την πόλη μας·
21και διδάσκουν έθιμα, που δεν μας είναι επιτρεπτό να παραδεχόμαστε, ούτε να τα πράττουμε, επειδή [εμείς] είμαστε Ρωμαίοι.
22Και ο όχλος, όρμησε μαζί εναντίον τους, και οι στρατηγοί, αφού έσχισαν τα ιμάτιά τους, πρόσταζαν να [τους] ραβδίζουν.
23Και αφού τούς έδωσαν πολλούς ραβδισμούς, τους έβαλαν σε φυλακή, δίνοντας παραγγελία στον δεσμοφύλακα να τους φυλάττει με ασφάλεια·
24ο οποίος, μια και πήρε τέτοια παραγγελία, τους έβαλε στην εσώτερη φυλακή, και έκλεισε τα πόδια τους στο ξύλο.
25Και κατά τα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας καθώς προσεύχονταν υμνούσαν τον Θεό· και τους άκουγαν με προσοχή οι φυλακισμένοι.
26Και ξαφνικά έγινε μεγάλος σεισμός, ώστε σαλεύτηκαν τα θεμέλια του δεσμωτηρίου· κι αμέσως άνοιξαν όλες οι θύρες, και λύθηκαν απ' όλους τα δεσμά.
27Και όταν ο δεσμοφύλακας ξύπνησε, και είδε ανοιγμένες τις θύρες τής φυλακής, έσυρε μια μάχαιρα, και επρόκειτο να αυτοθανατωθεί, νομίζοντας ότι οι δέσμιοι είχαν φύγει.
28Όμως, ο Παύλος έκραξε με δυνατή φωνή, λέγοντας: Μη πράξεις τίποτε κακό στον εαυτό σου· επειδή, όλοι είμαστε εδώ.
29Και αφού ζήτησε φώτα, πήδησε μέσα, και κατατρομαγμένος, έπεσε μπροστά στον Παύλο και στον Σίλα·
30και αφού τους έβγαλε έξω, είπε: Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;
31Και εκείνοι είπαν: Πίστεψε στον Κύριο Ιησού Χριστό, και θα σωθείς, εσύ και η οικογένειά σου.
32Και του μίλησαν τον λόγο τού Κυρίου, και σε όλους, αυτούς που [ήσαν] μέσα στο σπίτι του.
33Και παίρνοντάς τους κατά την ώρα εκείνη τής νύχτας, έλουσε τις πληγές τους· και βαπτίστηκε αμέσως αυτός και όλοι εκείνοι που ήσαν μαζί του·
34και όταν τούς ανέβασε στο σπίτι του, τους παρέθεσε τραπέζι, και ευφράνθηκε με ολόκληρη την οικογένειά του, καθώς πίστεψε στον Θεό.
35Και όταν έγινε ημέρα, οι στρατηγοί έστειλαν τους ραβδούχους, λέγοντας: Απόλυσε τους ανθρώπους εκείνους.
36Και ο δεσμοφύλακας ανήγγειλε αυτά τα λόγια στον Παύλο, [λέγοντας] ότι: Οι στρατηγοί έστειλαν για να απολυθείτε· τώρα, λοιπόν, βγείτε έξω, και πηγαίνετε με ειρήνη·
37ο Παύλος, όμως, τους είπε: Ενώ μας έδειραν δημόσια, χωρίς να καταδικαστούμε, αν και είμαστε Ρωμαίοι πολίτες, μας έβαλαν σε φυλακή, και τώρα μας βγάζουν έξω κρυφά; Όχι, βέβαια· αλλά, ας έρθουν αυτοί και ας μας βγάλουν.
38Οι ραβδούχοι ανήγγειλαν τα λόγια αυτά στους στρατηγούς· και φοβήθηκαν, όταν άκουσαν ότι είναι Ρωμαίοι·
39και καθώς ήρθαν, τους παρακάλεσαν, και αφού τους έβγαλαν έξω, [τους] παρακαλούσαν να αναχωρήσουν από την πόλη.
40Και εκείνοι, όταν βγήκαν από τη φυλακή, πήγαν στο σπίτι τής Λυδίας· και αφού είδαν τούς αδελφούς, τους παρηγόρησαν, και αναχώρησαν.
Ιωάννην 20:24-29
24Ο Θωμάς, όμως, ένας από τους 12, που λέγεται Δίδυμος, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς.
25Του έλεγαν, λοιπόν, οι άλλοι μαθητές: Είδαμε τον Κύριο. Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Αν δεν δω στα χέρια του το σημάδι των καρφιών, και δεν βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν θα πιστέψω.
26Και έπειτα από οκτώ ημέρες, οι μαθητές του ήσαν πάλι μέσα [στο σπίτι], και ο Θωμάς μαζί τους. Ενώ οι θύρες ήσαν κλεισμένες, έρχεται ο Ιησούς, και στάθηκε στο μέσον, και είπε: Ειρήνη σε σας.
27Έπειτα, λέει στον Θωμά: Φέρε εδώ το δάχτυλό σου, και δες τα χέρια μου· και φέρε το χέρι σου και βάλε στην πλευρά μου· και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός.
28Και ο Θωμάς αποκρίθηκε, και είπε σ' αυτόν: Ο Κύριός μου, και ο Θεός μου.
29Ο Ιησούς λέει σ' αυτόν: Θωμά, επειδή με είδες, πίστεψες· μακάριοι όσοι δεν είδαν, και πίστεψαν.